-
1 ἱερ-ώνυμος
ἱερ-ώνυμος, mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
-
2 ἱερώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερώνυμος
-
3 ἱερώνυμος
-
4 ιερωνυμος
См. также в других словарях:
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek