Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἰτᾰλ-ίς

См. также в других словарях:

  • βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… …   Dictionary of Greek

  • βατσέλο ή βασέλο — (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία, δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα. β. δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής. β.… …   Dictionary of Greek

  • κρεσέντο — (ιταλ. crescendo). Μουσικός όρος που δηλώνει τη βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου. Στις νότες συνήθως υποδηλώνεται με το σημείο <. Το κ. άρχισε να συμβολίζεται με ειδικό σημείο στα μέσα του 18ου αι., αν και η χρήση του όρου είχε ξεκινήσει… …   Dictionary of Greek

  • τέμπο — (ιταλ. tempo). Μουσικός όρος αντίστοιχος με την αγωγή των αρχαίων Ελλήνων. Σημαίνει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται ακριβώς η διάρκεια των φθογγόσημων. Επειδή όμως οι με ονόματα υποδείξεις δεν ήταν δυνατόν να καθορίσουν την ακριβή διάρκεια των …   Dictionary of Greek

  • α καπέλα — (ιταλ. a cappella ή συχνά και a capella, καίτοι η ορθογραφία αυτή είναι εσφαλμένη, δηλ. «όπως σε παρεκκλήσιο») (Μουσ.) έκφραση που σήμερα χαρακτηρίζει τη χορωδιακή μουσική ή κατ άλλη εκδοχή κάθε φωνητική μουσική χωρίς οργανική συνοδεία είτε η… …   Dictionary of Greek

  • ατσετάρω — (ιταλ. accettare, βεν. acetar) δέχομαι, αποδέχομαι …   Dictionary of Greek

  • βότσε — [ιταλ. voce = φωνή] ως μουσικός όρος «μέτζα βότσε» (mezza voce) τραγουδώντας ημιφώνως, δηλ. με υπόκωφο ήχο ή εκτελώντας με μισό ήχο …   Dictionary of Greek

  • μανιερισμός — (ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των …   Dictionary of Greek

  • Δειναρικές Άλπεις — (ιταλ. Alpi Dinariche, σερβοκροατ. Dinara Planina). Ορεινό σύστημα (ψηλότερη κορυφή 2.963 μ.), το οποίο εκτείνεται σε μήκος περίπου 700 χλμ., με κατεύθυνση ΒΔ ΝΑ, παράλληλα προς τις ακτές της Αδριατικής. Ξεκινά από τηβορειοανατολική Ιταλία, περνά …   Dictionary of Greek

  • ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο — (ιταλ. intermezzo). Αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν εμβόλιμα χορικά άσματα μεταξύ των επεισοδίων του έργου, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον… …   Dictionary of Greek

  • κηλιδογράφοι — (ιταλ. macchiaioli). Το σημαντικότερο ιταλικό ζωγραφικό κίνημα του 19ου αι. Η ονομασία αυτή, αρχικά ειρωνική, οφείλεται σε ορισμένα τοπία που παρουσίασαν οι καλλιτέχνες (1862) και τα αποκαλούσαν κηλίδες, επειδή ήταν ζωγραφισμένα χωρίς προηγούμενη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»