Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἰξίον

См. также в других словарях:

  • ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • ἰξίον — leaf of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰξίον — Ἰ̱ξίον , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰξίον' — Ἰ̱ξίονα , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc acc sg Ἰ̱ξίονι , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc dat sg Ἰ̱ξίονε , Ἰξίων tragedies on the subject of I. masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξίων — ἰξίον leaf of neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… …   Dictionary of Greek

  • ἰξία — ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc/acc dual ἰξίᾱ , ἰξία pine thistle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc nom/voc/acc dual ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg ἰξίᾱ , ἰξίας chamaeleon thistle masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰξίου — ἰξίας chamaeleon thistle masc gen sg ἰξίον leaf of neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»