-
1 Ινδοί
-
2 Ἰνδοί
-
3 προς-τάσσω
προς-τάσσω, att. - ττω, 1) dazu anordnen, stellen, bes. von Aufstellung der Soldaten, πέμπταισι προςταχϑέντα πύλαις, Aesch. Spt. 509, wie Soph. Ant. 666; χωρεῖτε ἕκαστος οἷ προςτάσσομεν, Eur. Or. 1678; dah. wozu rechnen, zu einer Klasse oder Partei zählen, τινὰ πρός τινα, Her. 3, 89, τινά τινι, 7, 65; Ἰνδοὶ προςετετάχατο Φαρναζάϑρῃ; auch μοίρῃ τινὶ προςτάσσειν ἑωυτόν, sich zu einer Partei schlagen, 1, 94; auch ἄρχοντα, dazu einsetzen, vorsetzen, Thuc. 8, 23. 87; vgl. auch Plat. Legg. VI, 784 a. – 2) dazu anordnen, gebieten, befehlen; ἔστιν ἡμῖν τοῠτο προςτεταγμένον, Aesch. Eum. 208; χὤτι δεῖ πρόςτασσε δρᾶν, Soph. O. C. 495, vgl. 1022; ὃς οὐδὲν ᾔδη πλὴν τὸ προςταχϑὲν ποιεῖν, Phil. 998, σοὶ προςτάσσω μένειν, Eur. Suppl. 589; τί προςτετάχϑαι δρᾶν; Phoen. 738; u. in Prosa: τινί τι, Her. u. Folgde; mit folgdm inf., Her. 7, 39. 9, 99; auch mit acc. c. inf., Xen. Mem. 1, 7, 4; bes. wie imperare, Einem Etwas auflegen zu leisten, τοῖσι προςετέτακτο ἵππος, es war ihnen Reiterei zu stellen aufgelegt, Her. 7, 21; τὸ προςτεταγμένον, τὰ προςταχϑέντα, Befehle, Aufträge, 2, 121. 4, 9. 104; προςταχϑέν, da es befohlen worden, Xen. Hell. 2, 5, 35; vgl. οὕτως ἐξ Ἀλεξάνδρου προςτεταγμένον, Arr. An. 7, 3, 6; πολὺ ἔργον προςτάττεις ὡς τηλικῷδε, Plat. Parm. 136 d; εἰ ἄρα προςτάττοι τὸ ἐνύπνιον ταύτην τὴν δημώδη μουσικὴν ποιεῖν, Phaed. 61 a, u. oft; ἡ ἀποδημία ἡ νῦν ἐμοὶ προςτεταγμένη, 67 c; τὰ προςταχϑέντα δρᾶν, Polit. 305 d; τῷ πρεσβυτέρῳ νεωτέρων πάντων ἄρχειν προςτετάξεται, Rep. V, 465 a; Xen. u. Folgde.
-
4 νομάς
νομάς, άδος, ὁ, ἡ, Viehheerden weidend u. mit ihnen umherziehend, umherschweifend; Σκύϑαι, Pind. frg. 72; von denselben nomadischen Scythen Aesch. Prom. 711; auch Ἰνδοί, Suppl. 281; vgl. Her. 1, 15. 4, 187, οἱ Νομάδες, mit ihren Heerden herumziehende Hirtenvölker, Nomaden. S. auch nom. pr. – Als fem. zu νομαῖος, so ἵππος, auf der Weide umherschweifend, Soph. Trach. 270 (wie Einige auch ὄρνιϑες νομάδες Ath. XIV, 644 c erkl., Andere Numidische); auch übertr., κρῆναι νομάδες, O. C. 693; O. R. 1350, ὅς μ' ἀπ' ἀγρίας πέδας νομάδος ἐπιποδίας ἔλαβεν, nach dem Schol. τῆς πέδης τῆς διανεμομένης τοὺς πόδας μου, gewissermaßen = sich an den Füßen weidend, daran haftend, doch erkl. der Schol. auch ἀπὸ δεσμοῦ ἐν νομαδιαίοις τόποις συνέχοντος τοὺς πόδας, u. so Herm., die Weidesessel, für »die Fessel auf dem Weideplatze«.
-
5 καταπλεκω
1) сплетать: , φλοῦν φορμοῦ τρόπον καταπλέξαντες, ὡς θώρηκα ἐνδύνουσι Her. индийцы, сплетя тростник наподобие рогожи, надевают его как броню2) перен. вплетать:(ὅ πόλεμος) καταπεπλεγμένος τῇ ποικιλίᾳ Arst. ( Троянская) война, пестро переплетенная (разными событиями)
3) впутывать, вовлекать(τινὰ προδοσίῃ Her.)
4) приводить к концу, оканчивать(τέν ζόην, τέν ῥῆσιν Her.)
-
6 νομας
I1) ведущий пастушескую, т.е. кочевую жизнь, кочующий, кочевой(Σκύθαι Pind.; Ἰνδοί Aesch.)
2) блуждающий по пастбищу, пасущийся(ἵπποι, ἔλαφος Soph.)
3) перен. странствующий, т.е. вечно текущий(κρῆνκι Soph.)
II- άδος ὅ скотовод, пастух, кочевникοἱ νομάδες Her. etc. — номады, кочевники, кочевые народы
-
7 προστάσσω
προστάσσω, [dialect] Att. [suff] πρό-ττω; [dialect] Dor. [full] ποτιτάσσω IG12(1).155.91 ([place name] Rhodes), Anon. in PSI9.1091.1, also [full] ποιτάσσω IG42(1).122.39, al. (Epid.): [tense] pf.Aπροστέταχα LXX Da.2.8
:—[voice] Pass., 1 [tense] aor. προσετάχθην (v. infr.), also 2 [tense] aor. προσετάγην ib.Si.3.22:I c. acc. pers.,1 place or post at a place, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (sc. ὑμᾶς) E.Or. 1678: —[voice] Pass.,προσταχθέντα.. πύλαις A.Th. 527
, cf. S.Ant. 670;ᾗ ἄν τις προσταχθῇ Th.2.87
, cf. 7.70.2 attach to, πρὸς τοῖσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους π. attaching to certain tribes their next neighbours, Hdt.3.89; π. τινάς τινι assign them to his command, Th.5.8, cf. X. Cyr.7.1.20:—[voice] Pass.,Ἰνδοὶ προσετετάχατο.. Φαρναζάθρῃ Hdt.7.65
; .3 reversely, ἐπὶ μὲν τῇ [μοίρῃ] ἑωυτὸν π. appointed himself to the one part as their head, Hdt.1.94; π. ἄρχοντά τισι appoint as commander over them, Th.6.93: with dat. omitted, Id.3.16, 8.23:—[voice] Pass., ib.8.II c. acc. rei, command, prescribe, enjoin,περὶ βοηθείας ἢ ἄλλο τι προστάττοντες τῆσι πόλεσι IG12.57.43
; ἑκάστῳ ἔργον π., αὑτῷ πόνον π., Hdt. 1.114, E. Ion 1176, cf. X.Cyr.4.5.25;πολὺ ἔργον π. ὡς τηλικῷδε Pl.Prm. 136d
, etc.;πολλὰς ἐπιμελείας Arist.Pol. 1299b8
;π. μνᾶς ἕξ
prescribe6
minae, Id.EN 1106b2;τισὶ περί τινος π. D.19.71
:—[voice] Pass., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο to others orders had been given to supply cavalry, Hdt.7.21, cf. A.Eu. 208; τὰ προσταχθέντα orders given, Hdt.2.121.δ, cf. Isoc.3.13;τὸ προστεταγμένον Hdt.9.104
;τὸ προσταχθέν Id.1.114
, S.Ph. 1010;τὰ προσταχθησόμενα X.Mem.3.5.6
: abs., προσταχθὲν αὐτῷ the order having been given him, Lys.30.2, cf. D.50.12;πλείω τῶν ὑπὸ τῆς πόλεως προσταττομένων δαπανᾶσθαι Lys.25.13
.2 c. dat. pers. et inf., command, order one to do, Hdt.5.105, 9.99, S. OC 1018, Th.7.29, X.Cyr.8.6.3, PEnteux.6.4 (iii B.C.), etc.; the dat. must be supplied in Hdt.1.80, S.OC 494, etc.:—[voice] Pass., impers.,ἐκέλευε τοῖσι προσετέτακτο ταῦτα πρήσσειν διαταμεῖν Hdt.7.39
;ὁ βασιλεὺς.. ἢ ἄλλος τις οἷς προστέτακται περὶ τούτων IG12.94.19
.3 c. acc. et inf., E.Hel. 890; both usages in successive clauses,ὅσα οἱ νόμοι π. τοὺς προσήκοντας ποιεῖν, ἡμῖν π. καὶ ἀναγκάζουσι ποιεῖν D.43.59
:—[voice] Pass., to be ordered to do,τέσσερες.. κῶμαι.. τοῖσι κυσὶ προσετετάχατο σιτία παρέχειν Hdt.1.192
, etc.; ὥσπερ προσετάχθησαν (sc. ἐξεργάσασθαι) Th.5.75.4 abs., command, order, opp. ὑπηρετέω, Arist.Top. 129a12:—[voice] Pass., receive orders, ib.14;οἱ προστεταγμένοι Th.1.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστάσσω
-
8 σκινδαψός
σκινδαψ-ός, ὁ,2 a word without meaning, a 'what d'ye call it', 'so-and-so', Artem.4.2, S.E.M.8.133, Gal.7.348, Herm.in Phdr.p.180 A., St.Byz. s.v. Γαληψός:—in mock-heroic form, νοῦν δ' εἶχεν ἐλάσσονα κινδαψοῖο Timo 38.III κινδαψοί· ὄρνεα, καὶ ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκινδαψός
-
9 φριξόθριξ
II making the hair stand on end, EM800.32, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φριξόθριξ
См. также в других словарях:
Ἰνδοί — Ἰνδός fallacy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
Синдху — (санскр. Sindhu река, поток, море) древнее индийское имя реки Инда, затем прилежащей к нему страны (Синд) и ее обитателей. От этого имени произошли географические названия: арабск. Хинд, греч. Ίνδοι или Ινδοι и европ. Индия. Отсюда же названия… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
Αριαμπάτα — (476 μ.Χ. – 550;).Ο μεγαλύτερος αστρονόμος και μαθηματικός της Ινδίας. Γεννήθηκε στην Παταλιλπάτουα, επαρχία του άνω Γάγγη. Αξίζει να σημειωθεί ότι o Α., καθώς και o Βραχμαγκούπτα και οι άλλοι Ινδοί μαθηματικοί του Μεσαίωνα, ήταν κυρίως… … Dictionary of Greek
Γκάντι, Μαχάτμα Μοχαντάς Κάραμτσαντ — (Mohandas Karamchand Gandhi, Πορμπαντάρ 1869 – Νέο Δελχί 1948). Ινδός πολιτικός. Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου… … Dictionary of Greek
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek
Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… … Dictionary of Greek
Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… … Dictionary of Greek