-
21 ἐν-ίζω
ἐν-ίζω (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ ϑάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνϑηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ ἔρως Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
-
22 ὑπο-καθ-ίζω
ὑπο-καθ-ίζω (s. ἵζω), darunter od. heimlich niedersetzen, in Hinterhalt legen, D. Hal. 9, 56; u. med. im Hinterhalt liegen, ὑπεκαϑίζοντο ὑπὸ τῷ τείχει Xen. Hell. 7, 2,5. So auch im act., κλέπτης ὑποκαϑίσας Pol. 12, 4,14.
-
23 ὑφ-ίζω
-
24 προ-κατ-ίζω
προ-κατ-ίζω, ion. = προκαϑίζω, Her.
-
25 προ-καθ-ίζω
προ-καθ-ίζω (s. καϑίζω), ion. προκατίζω, vorn od. davor niedersitzen, sich niederlassen, Il. 2, 463; draußen öffentliche Sitzung halten, Her. 1, 97; ἐς τὸν ϑρόνον, 1, 14, u. so auch im med., προκατίζεσϑαι εἰς τὸ προάστειον, 5, 12, übh. = προκάϑημαι, z. B. τῆς Ἠπείρου, Pol. 20, 3, 3; u. med., 10, 49, 1, Luc. Pisc. 42, – transit. vorsetzen, τούτους ὡς ἐπὶ Τυῤῥηνίας προεκάϑισαν, Pol. 2, 24, 6.
-
26 παρα-ΐζω
-
27 μετα-ΐζω
μετα-ΐζω, poet. = μεϑίζω, darunter, unter Andern sitzen, οὐδέ τιν' ἄλλον εἴων μεταΐζειν, Od. 16, 362.
-
28 δι-ανα-καθ-ίζω
δι-ανα-καθ-ίζω, = ἀνακαϑίζω, Hippocr.
-
29 ἀνα-καθ-ίζω
ἀνα-καθ-ίζω, sich im Sitzen aufrichten, aufrecht hinsetzen, ἀνακαϑίζοντες ἐπαίρουσιν ἑαυτούς Xen. Cyn. 5, 19; ἀνεκάϑισεν Plut. Alex. 14; Philop. 20; so auch med., ἀνακαϑιζόμενοι ἐπὶ τὴν κλίνην Plat. Phaed. 60 b.
-
30 διακαθίζω
δια-καθ-ίζω u. δια-καθ-ιζάνω (s. ἵζω), abgesondert niedersetzen lassen -
31 διακαθιζάνω
δια-καθ-ίζω u. δια-καθ-ιζάνω (s. ἵζω), abgesondert niedersetzen lassen -
32 ἐγκαθίζω
ἐγ-καθ-ίζω (s. ἵζω), darauf setzen; ἐγκαϑιζόμενος ἐς ϑρόνον, sich darauf setzend; darin aufstellen; ἐνεκάϑισε στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις, ließ es sich lagern; intrans., daraufsitzen -
33 κλίνη
κλίνη, ἡ, Alles, worauf man sich lehnt, legt oder hinstreckt, Lager, Bett; ἵζω δὲ κλίνης ἐν μέσῳ κάμψας γόνυ Eur. Hec. 1150; ἀντὶ δὲ κλίνης στιβάδα σχοίνων Ar. Plut. 590; ἓξ μῆνας συνεχῶς ἐν τῇ κλίνῃ κείμενον Isocr. 19, 24, von einem Kranken, der sechs Monate das Bett hüten mußte; – Tischlager, auf welchen die Alten am Tische lagen, Her. 9, 16, Ar. Ach. 1090; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ Xen. Cyr. 8, 2, 6, auch sonst. – Daher ἱερὰ κλίνη, das lectisternium oder pulvinar deorum bei den Römern. – Auch = Todtenbahre; Plat. Legg. XII, 947 b; D. H. 8, 59.
-
34 ἀντι-καθ-ίζομαι
ἀντι-καθ-ίζομαι (s. ἵζω), sich gegenüber setzen, ἀντικατιζομένων Her. 5, 1. 4, 3.
-
35 ἶζάνω
ἶζάνω, gedehnte Form für ἵζω, nur praes. u. impf., setzen, sich setzen lassen, ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 257. – Intrans., sich setzen, sitzen, Od. 24, 208; ἐπεὶ οὔ μοι ἐπ' ὄμμασι νήδυμος ὕπνος ἱζάνει Il. 10, 92; Thuc. 2, 76 τοῦ χώματος ἱζάνοντος ἀεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον, senkte sich auf die leere Stelle hinab. Vgl. das Folgde.
-
36 ἀνακαθίζω
ἀνα-καθ-ίζω, sich im Sitzen aufrichten, aufrecht hinsetzen -
37 ἀποκαθίζω
ἀπο-καθ-ίζω, sich niederlassen; um auszuruhen -
38 ἀφίζω
ἀφ-ίζω, ἀφ-ιζάνω, vom Sitz aufstehen -
39 ἀφιζάνω
ἀφ-ίζω, ἀφ-ιζάνω, vom Sitz aufstehen -
40 ἐνίζω
ἐν-ίζω, hinein-, daraufsetzen
См. также в других словарях:
.ίζω — ἵζω , ἵζω si sd o pres subj act 1st sg ἵζω , ἵζω si sd o pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵζω — si sd o pres subj act 1st sg ἵζω si sd o pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
μετασελ(λ)ίζω — (Μ) 1. αλλάζω άλογο και ξανακαβαλικεύω άλλο άλογο 2. (γενικά) ιππεύω, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + *σελ(λ)ίζω < σέλ(λ)α + ίζω (πρβλ. μεσ. σελ[λ]ίζομαι)] … Dictionary of Greek
πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
τορπιλ(λ)ίζω — Ν 1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο 2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] … Dictionary of Greek
ρα(γ)ίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παθαίνω ράγισμα, ρωγμή: Το βάζο ράγισε. 2. μτφ., θλίβομαι: Ράγισε η καρδιά μου, όταν τον είδα ύστερα από την αρρώστια του. 3. προξενώ ράγισμα, ρωγμή: Στο πλύσιμο το ράγισες το ποτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἵζον — ἵζω si sd o pres part act masc voc sg ἵζω si sd o pres part act neut nom/voc/acc sg ἵζω si sd o imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἵζω si sd o imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵζῃ — ἵζω si sd o pres subj mp 2nd sg ἵζω si sd o pres ind mp 2nd sg ἵζω si sd o pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵξαι — ἵζω si sd o aor imperat mid 2nd sg (doric) ἵζω si sd o aor inf act (doric) ἵξαῑ , ἵζω si sd o aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)