-
41 ισθμίοις
Ἴσθμιαneut dat plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat plἴσθμιοςof: masc /neut dat plἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat pl -
42 ἰσθμίοις
Ἴσθμιαneut dat plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat plἴσθμιοςof: masc /neut dat plἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat pl -
43 ισθμίου
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen sgἴσθμιοςof: masc /neut gen sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen sg -
44 ἰσθμίου
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen sgἴσθμιοςof: masc /neut gen sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen sg -
45 ισθμίω
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat sgἴσθμιοςof: masc /neut dat sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat sg -
46 ἰσθμίῳ
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat sgἴσθμιοςof: masc /neut dat sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat sg -
47 μαρτυρέω
μαρτυρέω, Zeuge sein, bezeugen; τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω, Pind. Ol. 6, 21, vgl. I. 4, 54; ϑανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε, Aesch. Ag. 1290, öfter; auch von Sachen, μαρτυρεῖ δέ μοι φᾶρος τόδε, Ch. 1005, vgl. Ag. 480, wie Soph. sagt ποδῶν ἂν ἄρϑρα μαρτυρήσειεν τὰ σά, O. R. 1032, sie dienen zum Zeugniß, zum Beweise; auch absol., τίς ὁ μαρτυρήσων; wer wird Zeuge sein? Aesch. Ag. 1487, wie αὐτὸς ἧν ὁ μαρτυρῶν, Eum. 798; τίς τοι μαρτυρήσει τοῠτ' ἐμοῦ κλύειν, Soph. Tr. 421, öfter; οὐ μαρτυρήσει μ' Ἴσϑμιος Σίνις ποτὲ κτανεῖν ἑαυτόν, Eur. Hipp. 977. – Ebeu so in Prosa; μαρτυρεῖ δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς, Her. 8, 94, μαρτυρέει δέ μου τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος, 4, 29; μαρτυρεῖ τούτοις καὶ Ομηρος, Plat. Gorg. 525 d, τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ ὅτι οὕτως εἴρηται, Prot. 344 a; auch c. acc., Etwas bezeugen, Phaedr. 244 d; περί τινος, Apol. 21 a; ὑπέρ τινος, Dem. 29, 54; μαρτυρίαν μαρτυρεῖν, ein Zeugniß ablegen, Is. 12, 25; pass., μαρτυρίαι μαρτυρηϑεῖσαι, 3, 11; μαρτυρεῖται, Plat. Prot. 344 d; μεμαρτύρηται, Lys. 13, 66; so auch pass. μαρτυρήσεται, Xen. Mem. 4, 8, 10. – Sp. auch med. = act., S. Emp. adv. math. 7, 324 u. N. T., wie Act. An. 26, 22. – Bei den K. S. = Märtyrer sein. – Das pass. geht bei Ath. I, 25 e, μαρτυροῦνται καὶ Χῖοι ἐπὶ ὀψαρτυτικῇ, in die Bdtg gelobt werden über, probari; vgl. Luc. am. 45; μαρτυρεῖσϑαι ἐμπειρίαν ἐδόκει, d. i. man bezeugte ihm Erfahrung, Plut. discr. am. et ad. 21 E.
-
48 διπορος
-
49 Ίσθμια
-
50 Ἴσθμια
-
51 Ισθμίαισι
-
52 Ἰσθμίαισι
-
53 Ισθμίαν
-
54 Ἰσθμίαν
-
55 ισθμίαισι
-
56 ἰσθμίαισι
-
57 ισθμίαν
-
58 ἰσθμίαν
-
59 Ποσειδαων
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος. -
60 Ποσειδάν
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος.
См. также в других словарях:
Ἴσθμιος — masc nom sg Ἴσθμιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμιος — of masc nom sg ἴσθμιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
Ευφράνωρ ο Κορίνθιος ή ο Ίσθμιος — (4ος αι. π.Χ.).Ζωγράφος, γλύπτης, χαλκουργός, τορευτής, συγγραφέας πραγματειών για τη συμμετρία και τα χρώματα. Μαθητές του υπήρξαν οι ζωγράφοι Χαρμαντίδης, Λεωνίδας, Αντίδοτος και ο γιος του, ο γλύπτης Σώστρατος. Ως ζωγράφος κόσμησε τη στοά του… … Dictionary of Greek
Ἴσθμιον — Ἴσθμιος masc acc sg Ἴσθμιος neut nom/voc/acc sg Ἴσθμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίου — Ἴσθμιος masc/neut gen sg Ἴσθμιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίῳ — Ἴσθμιος masc/neut dat sg Ἴσθμιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμιε — Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμιε — ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίαισι — Ἴσθμιος fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίαισι — ἴσθμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)