-
21 ισθμίω
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat sgἴσθμιοςof: masc /neut dat sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat sg -
22 ἰσθμίῳ
ἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat sgἴσθμιοςof: masc /neut dat sgἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat sg -
23 ισθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl -
24 ἰσθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl -
25 ἀνά
1 of placea in, throughoutἀν' Ἑλλάδα P. 2.60
δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκαδρομον, -ων codd.) P. 5.33τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
Ποσειδάνιον ἂν τέμενος N. 6.41
δάπεδον ἂν τόδε N. 7.83
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν I. 2.27
εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Hermann: ἀνάπος codex) I. 8.63 [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.97
[ἂν Ζεάθου πόλιν (coni. Wil.: καὶ Ζ. Π.) Πα...] ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν fr. 119. 1.b upon, alongεἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ Pae. 3.16
]ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Π̆{5}: ἂν Π̆.) Πα.. 12. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων.) *fr. 107a. 4* πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον ἦλθεν fr. 172. 4.c dub. ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal.) Pae. 9.162 of time, in the course of, duringὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν O. 9.85
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (ἂν = κε Σ cum ἔκρινας coniunxit) N. 9.35 B prep. c. dat., uponχρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς O. 13.75
εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο P. 4.94
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.29
ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. C in tmesis ἀνὰ δ' ἔπαλτ v.ἀναπάλλω O. 13.71
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε v. ἀνασχίζω ( ἀναβωλακίας iunctim codd.) P. 4.228 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον v.ἀνατείνω N. 5.51
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν v.ἀνόρνυμι N. 9.8
ἀνὰ δ' ἔλυσεν v.ἀναλύω N. 10.90
ἀνὰ δ' ἄγαγον (Er. Schmid: ἀν δ codd.) v.ἀνάγω I. 6.62
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
26 γεραίρω
1 do honour, bring honour toκλεινὰν Ἀκράγαντα γεραίρων εὔχομαι O. 3.2
βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν ( ἐγέραιρεν v. l.: sc. Ἡρακλέης) O. 5.5 δᾶμον γεραίρων (sc. Ἱέρων) P. 1.70 Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε (sc. Πυθέας: ἐγέραρεν coni. Callierges) N. 5.8 οἵ σε (= Ἑστίαν)γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5
( Ποσειδᾶν)εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος I. 2.17
γεραίρετέ μιν, ὃς Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Bothe: γεραίρεται codex) I. 8.62 -
27 Δώριος
1 Doriana of Dorian lyric poetry, esp. its music.ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ (τῷ μέλει. Σ) O. 3.5 Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (< αὐλός> supp. Bergk) *fr. 191* test.,Σ O. 1.26
g: περὶ δὲ τῆς Δωριστὶ ἁρμονίας εἴρηται ἐν παιᾶσιν, ὅτι Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστι fr. 67.b of the Isthmus of Korinth.Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
-
28 Ἴσθμιος
1 Isthmian, of the Isthmian gamesπροξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.84
Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος O. 13.4
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.63
n. pl. pro subs., Isthmian games.ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.2
-
29 νάπος
νάπος (τό)1 valley ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Delphi P. 5.38 Ἴσθμιον ἂν νάπος (Hermann: ἂναπος codd.) I. 8.63 -
30 περικτίονες
1 those that dwell aroundἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν N. 11.19
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.64
-
31 σέλινον
1 wild parsely from which were made crowns for Isthmian victors.δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.33
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις N. 4.88
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.16
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
-
32 δίπορος
δί-πορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπορος
-
33 ἰθμαίνω
ἰθμαίνω· ἀσθμαίνω, Hsch. [full] ἰθμία· ἡ τῶν μελισσῶν ἐρυθρὰ κόπρος, Id. [full] ἰθμίν (sic)· περιστόμιον, περιτραχήλιον, ἢ στεφανίς, Id. (cf. ἴσθμιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰθμαίνω
-
34 Ἴσθμια
-
35 ἴσφνιον
ἴσφνιον, τό, prob.A f.l. for ἴσθμιον, neck of a jar, E.Fr. 656: prov., χαλεπὸς βίος ἴσφνι' ἄγοντος, expld. of a potter's life, cod.Par. ap. Nauck l.c., nisi leg. Ἴσθμι' (cf. ἰσθμιάζω).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴσφνιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἴσθμιον — anything belonging to the neck neut nom/voc/acc sg ἴσθμιος of masc acc sg ἴσθμιος of neut nom/voc/acc sg ἴσθμιος of masc/fem acc sg ἴσθμιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμιον — Ἴσθμιος masc acc sg Ἴσθμιος neut nom/voc/acc sg Ἴσθμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίου — ἴσθμιον anything belonging to the neck neut gen sg ἴσθμιος of masc/neut gen sg ἴσθμιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίῳ — ἴσθμιον anything belonging to the neck neut dat sg ἴσθμιος of masc/neut dat sg ἴσθμιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσθμιος — α, ο (Α ἴσθμιος, ία, ιον, θηλ. και ίσθμιος [ισθμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό τής Κορίνθου, ισθμικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά) αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό τής Κορίνθου 2. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
ίσφνιον — ἴσφνιον, τὸ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού ίσθμιον*) λαιμός, τράχηλος αγγείου … Dictionary of Greek
ἰσθμίοις — Ἴσθμια neut dat pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut dat pl ἴσθμιος of masc/neut dat pl ἴσθμιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίων — Ἴσθμια neut gen pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut gen pl ἴσθμιος of fem gen pl ἴσθμιος of masc/neut gen pl ἴσθμιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμι' — ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)