-
21 Ἰσθμιάσαι
Ἰσθμιά̱σᾱͅ, Ἰσθμιάζωattend the Isthmian games: fut part act fem dat sg (doric)Ἰσθμιάζωattend the Isthmian games: aor inf actἸσθμιάσαῑ, Ἰσθμιάζωattend the Isthmian games: aor opt act 3rd sg -
22 Ισθμίαν
-
23 Ἰσθμίαν
-
24 Ισθμίοις
-
25 Ἰσθμίοις
-
26 Ισθμίων
-
27 Ἰσθμίων
-
28 ισθμίαν
-
29 ἰσθμίαν
-
30 ισθμίοις
Ἴσθμιαneut dat plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat plἴσθμιοςof: masc /neut dat plἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat pl -
31 ἰσθμίοις
Ἴσθμιαneut dat plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut dat plἴσθμιοςof: masc /neut dat plἴσθμιοςof: masc /fem /neut dat pl -
32 ισθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl -
33 ἰσθμίων
Ἴσθμιαneut gen plἴσθμιονanything belonging to the neck: neut gen plἴσθμιοςof: fem gen plἴσθμιοςof: masc /neut gen plἴσθμιοςof: masc /fem /neut gen pl -
34 γέρας
1 honoura ( Ῥόδον) ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι (v. l. μέρος) O. 7.68νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.65
ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. γέρας, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί) P. 5.18 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (i. e. νίκαν) P. 5.124 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (sc. Μολοσσίᾳ ἐμβασιλεύειν) N. 7.40παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (i. e. ὕμνον) I. 1.14 ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (i. e. γεραίρεται) I. 5.33 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: γέρας post Αἰακίδᾳ habet codex: i. e. the honour of marriage to Thetis) I. 8.38 Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. 3. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν μοναρχεῖν Ἄργειθέμενος οἰωνοπόλον γέρας Pae. 4.30
b specifically, prizeὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν O. 8.11
ἀρισθάρματον γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις P. 5.31
Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
-
35 ὁμόκλαρος
1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) O. 2.49 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint N. 9.5 -
36 Σίσυφος
Σῑςῠφος son of Aiolos; king of Korinth, founder by one account of the Isthmian games.1Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν O. 13.52
Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο (sc. αἱ Νηρείδες) ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5. -
37 διεορτάζω
A keep the feast throughout,τὰ Ἴσθμια Th.8.9
, cf. Plu. Pyrrh.20: [tense] plpf.διεωρτάκει D.C.47.20
:—[voice] Pass., ταῦτα διεωρτάσθη these festivities were kept, Id.51.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεορτάζω
-
38 θάομαι
θάομαι, a form needlessly invented to expl. the foll. [dialect] Dor. forms of θᾱέομαι (q.v.), in which θᾱ- is [var] contr. fr. θᾱε ([etym.] ο)- and θᾱη-: [ per.] 1pl.Aθάμεθα Sophr.85
: [ per.] 2pl. θᾶσθε (Megar.) Ar.Ach. 770; imper.θάεο APl.4.306
, AP6.354 ([place name] Nossis); part. θάμενος, ταὶ θάμεναι τὰ Ἴσθμια, title of mime by Sophron, Arg.Theoc.15;θασεῖσθε Call.Cer.3
: [tense] fut.part.θασόμενος Theoc.15.23
: [tense] aor. imper.θᾶσαι Epich.114
, Theoc.1.149, 3.12; inf.θάσασθαι Id.2.72
; part.θασάμενος Tab.Heracl.1.118
.II [voice] Act. only in part., θάοντα· διδάσκοντα, θεωροῦντα, Hsch., and [dialect] Lacon. [ per.] 1pl. [tense] impf. ἔσᾱμεν (i.e. ἔθᾱμεν),= ἐθεωροῦμεν, Id. -
39 θεωρέω
A- ηθήσομαι S.E.M.8.280
: [tense] fut. [voice] Med.in pass.sense, ib.1.70, Ael.VH 7.10: ([etym.] θεωρός):— to be aθεωρός 1
(q.v.), μαντεύεσθαι καὶ θ.Th.5.18; ; of the states which sentθεωροί, οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς τὰ Ἴσθμια Th.8.10
.II of spectators at games,τὰ Ὀλύμπια Hdt.1.59
;ἀγῶνα Id.8.26
, X.An.1.2.10; θ. τινά to see him act, Thphr.Char.11.3: abs., And.4.20, D.18.265; to go as a spectator,ἐς τὰ Ἐφέσια Th.3.104
;ἐς Ὀλυμπίαν Luc.Tim.50
; v. subὀβολός 1
.III look at, behold,γῆν πολλήν Hdt.4.76
;τύχας τινός A.Pr. 304
;τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R. 467c
; inspect, review soldiers, X.An. 1.2.16, HG4.5.6: abs., gaze, gape, ἑστηκὼς θ. Thphr.Char.4.5: Astrol., = ἐπιθεωρέω 5,τὴν σελήνην Gal.19.542
.2 of the mind, contemplate, consider, αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θ. Pl.Grg. 523e;τὰ ὄντα ᾗ ὄντα Arist.Metaph. 1003b15
, cf. D.1.12, Epicur.Nat.2.6, etc.: folld. by an interrog.,τοῦτο θ., εἰ τἀληθῆ λέγω D.3.3
;θ. τινά, ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστίν Aeschin.3.168
;πόσας ἔχουσι διαφοράς Arist.GA 761a11
;θ. τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους Id.EN 1140a24
; θ. τι ἔκ τινος to judge of one thing by another,τὴν ἔννοιαν ἐκ τῶν ἔργων Is.1.13
, cf. Aeschin.3.160; θ. τι πρός τι compare one thing with another, D.18.17; πρὸς τοὺς πρὸ ἐμαυτοῦ.. κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; ib.315;τοὺς πρέσβεις θ. πρὸς τὸν καιρὸν καθ' ὃν ἐπρές βευον Aeschin.2.80
; θ. [τι τεκμηρίοις] D. 21.199.b observe,θ. μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτούς Arist. EN 1169b33
, cf. Pol. 1263b25,al.;ταῦτα ἐμοῦ ἐθεωρήσατε, ὡς.. ποιουμένου Lycurg.28
:—[voice] Pass., , cf. 540b19,al.; λόγῳ θεωρεῖσθαι, of objects not accessible to sense, Phld.D.3.10: abs., ὡς καὶ ἐπ' ἄλλων θεωρεῖται ib.1.13.d abs., speculate, theorize, ἀκριβῶς, φορτικῶς, Arist.Pol. 1280b28, Metaph. 1001b14; λογικῶς, φυσικῶς, Id.APo. 88a19, Cael. 304a25;περί τινος Id.Metaph. 1004b1
, 983a33 ([voice] Pass.); θ. ἔκ τινος to conclude by observation from.., ib. 1029a26; :—[voice] Pass., ἡ παρὰ τοῖς Ἕλλησι τεθεωρημένη μάθησις Ael.Tact.Prooem. ( θεωρήσασα is prob. corrupt for ἐωρ- in S.OC 1084 (lyr.).) -
40 κέλευθος
A road, path, not common in lit. sense,πολλαὶ γὰρ ἀνὰ στρατόν εἰσι κέλευθοι Il.10.66
;Ἰσθμία κ. B.17.17
; ἐν κελεύθοις in the streets, A.Ch. 349 (lyr.); , cf. Parm.1.11; ἀνέμων κέλευθα or κέλευθοι, Il. 14.17, Od.5.383, etc.; ὑγρὰ, ἰχθυόεντα κ., of the sea, 3.71, 177; ἁλὸς βαθεῖαν (vel - είας)κ. Pi.P.5.88
; ἄρκτου στροφάδες κ. paths, orbits, S. Tr. 131 (lyr.), cf. E.Hel. 343 (lyr.); θεῶν δ' ἀπόεικε κελεύθου withdraw from the path of the gods, Il.3.406 (v.l. ἀπόειπε κελεύθους): metaph., ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν on the open road of action, Pi.I.5(4).23, cf. O.6.23;στείχει δι' εὐρείας κ. μυρία παντᾷ φάτις B.8.47
;ἔστι μοι μυρία παντᾷ κ. Pi.I.4(3).1
, cf. B.5.31: Πειθοῦς, Δίκας κ., Parm.4.4, B.10.26.II journey, voyage, by land or water, ; οὐκ ἄν πω χάζοντο κελεύθου would not have halted from their onward way, Il.11.504, cf. 12.262; πολλὰ κ. a far journey, i.e. a great distance, S.OC 164 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλευθος
См. также в других словарях:
Ἰσθμία — Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc/acc dual Ἰσθμίᾱ , Ἴσθμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμία — ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc/acc dual ἰσθμίᾱ , ἴσθμιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσθμια — neut nom/voc/acc pl ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ίσθμια — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.030 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου. Ο οικισμός χτίστηκε μετά την αποπεράτωση της διώρυγας της Κορίνθου, ανατολικά της εισόδου της, στο έδαφος της Στερεάς Ελλάδας. Στην… … Dictionary of Greek
Ισθμία — Sp Istmijà Ap Ισθμία/Isthmia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ίσθμια — τα πανελλήνια γιορτή με αγώνες που γίνονταν στον Ισθμό της Κορίνθου την αρχαία εποχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴσθμι' — ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴσθμι' — Ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl Ἴσθμια , Ἴσθμιος neut nom/voc/acc pl Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιε , Ἴσθμιος masc voc sg Ἴσθμιαι , Ἴσθμιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμίας — Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem acc pl Ἰσθμίᾱς , Ἴσθμιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμίας — ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem acc pl ἰσθμίᾱς , ἴσθμιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)