Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴπνου

См. также в других словарях:

  • ἰπνοῦ — ἰπνός oven masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴπνου — ἴπνον mare s tail neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπνοκήιον — ἰπνοκήιον, τὸ (Α) η τρύπα διά μέσου τής οποίας άναβαν τον κλίβανο («φρύγιον, οἱ δὲ τὴν ὑπόκαυσιν τοῡ ἰπνοῡ», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + κήιον (< καίω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»