-
1 ἴντυβος
ἴντῠβος, ὁ, (Aἴντουβος Edict.Diocl.6.3
) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also [full] ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴντυβος
-
2 ἔντυβον
Grammatical information: ν.Meaning: `andive' Gp.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat. (Sem.)Etymology: The Latin word seems a loan from Semitic, André, Lexique 170; Hiltbrunner, Latina Graeca 174-177 and Archiv f. das Studium der neueren Sprachen 197,1960, 22f.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔντυβον
См. также в других словарях:
ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] … Dictionary of Greek