-
1 έντυβον
-
2 ἔντυβον
-
3 ἔντυβον
ἔντῠβον, τό,A endive, Gp.12.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔντυβον
-
4 ἔντυβον
Grammatical information: ν.Meaning: `andive' Gp.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat. (Sem.)Etymology: The Latin word seems a loan from Semitic, André, Lexique 170; Hiltbrunner, Latina Graeca 174-177 and Archiv f. das Studium der neueren Sprachen 197,1960, 22f.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔντυβον
-
5 ἴντυβος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴντυβος
См. также в других словарях:
ἔντυβον — endive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίντυβος — ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος) βοτ. το αντίδι, είδος φυτού τού γένους κιχώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα] … Dictionary of Greek
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek
εντύβιον — και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο (σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ) βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι … Dictionary of Greek