-
1 ιλα
-
2 ιλαειρα
-
3 ιλαος
атт. ἵλεως 2(ῑλᾱ и ῑλᾰ)(dual. ἵλεω, nom. pl. ἵλεῳ)
1) благосклонный, милостивыйἵ. Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Hom. — Олимпиец (Зевс) будет милостив к нам;
ἵλεως κλύων Soph. — благосклонно выслушав(ший)2) доброжелательный, любезный(θυμός Hom., Hes.; ἵ. καὴ εὐμενής Xen., Plat.)
3) веселый, радостный(θυμός HH.: γέλως Plut.)
ὅ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων Plat. — вино веселит человека -
4 δαφοινεος
δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
5 δαφοινος...
δαφοινός...δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
6 ιλαδον
-
7 ιλη
дор. ἴλᾱ, ион. εἴλη (ῑ) ἥ(εὔφρονες ἶλαι Pind.)
2) стая(λεόντων Eur.)
3) воен. (тж. ἴ. ἱππέων Plut.) ила, отряд (преимущ. конный, численностью ок. 60 человек)
См. также в других словарях:
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
ἱλᾷ — ἱ̱λᾷ , ἱλάομαι pres subj mp 2nd sg ἱ̱λᾷ , ἱλάομαι pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴλα — ἴ̱λᾱ , ἴλη band fem nom/voc/acc dual ἴ̱λᾱ , ἴλη band fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴλᾳ — ἴ̱λᾱͅ , ἴλη band fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσίλα — η 1. η μυρωδιά τού θαλασσινού νερού 2. η αλμυρή πικρίζουσα γεύση τού θαλασσινού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιλα (πρβλ. ανθρωπ ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
κρεατίλα — η η μυρωδιά τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
ποδαρίλα — η, Ν η δυσοσμία τών άπλυτων ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ξιν ίλα)] … Dictionary of Greek
σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
ιλάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Λεύκιππου, γιου του βασιλιά της Μεσσήνης Περιήρους, και της Φιλοδίκης, κόρης του Ινάχου, βασιλιά του Άργους. Η Ι. και η αδελφή της Φοίβη, επρόκειτο να παντρευτούν τους Αφαρίδες Ίδα και Λυγκέα. Όταν όμως τις… … Dictionary of Greek
ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] … Dictionary of Greek
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek