Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἴλα

См. также в других словарях:

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • ἱλᾷ — ἱ̱λᾷ , ἱλάομαι pres subj mp 2nd sg ἱ̱λᾷ , ἱλάομαι pres ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλα — ἴ̱λᾱ , ἴλη band fem nom/voc/acc dual ἴ̱λᾱ , ἴλη band fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴλᾳ — ἴ̱λᾱͅ , ἴλη band fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίλα — η 1. η μυρωδιά τού θαλασσινού νερού 2. η αλμυρή πικρίζουσα γεύση τού θαλασσινού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιλα (πρβλ. ανθρωπ ίλα, ψαρ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • κρεατίλα — η η μυρωδιά τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ψαρ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • ποδαρίλα — η, Ν η δυσοσμία τών άπλυτων ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. ίλα (πρβλ. καπν ίλα, ξιν ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • ιλάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Λεύκιππου, γιου του βασιλιά της Μεσσήνης Περιήρους, και της Φιλοδίκης, κόρης του Ινάχου, βασιλιά του Άργους. Η Ι. και η αδελφή της Φοίβη, επρόκειτο να παντρευτούν τους Αφαρίδες Ίδα και Λυγκέα. Όταν όμως τις… …   Dictionary of Greek

  • ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] …   Dictionary of Greek

  • ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»