-
1 ίαμβον
-
2 ἴαμβον
-
3 δάκτυλος
δάκτῠλος, ὁ, poet. pl.Aδάκτυλα Theoc.19.3
, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn. 810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63;ὁ μέγας δ.
the thumb,Id.
3.8, Diog.Apoll.6; ;οἱλιχανοί Hp.Art.37
;ὁ ἔσχατος Id.PA687b17
: prov.,ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31
;οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5
.2οἱ δ. τῶν ποδῶν
the toes,X.
An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq. 874, Arist. HA 494a12;τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA 690a30
; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA 502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA 498a34; of birds, Id.PA 695a22.II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.;πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41
;δάκτυλος ἀώς AP12.50
(Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3.III metrical foot, dactyl, -?δάκτυλοςX ?δάκτυλοςX, Pl.R. 400b;ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu. 651
; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17.2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d.2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1.3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182.V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr. 364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 ([place name] Eretria).2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140.b fossil found in Crete, Plin.HN37.170.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάκτυλος
-
4 ἴαμβος
A iambus, the metrical foot ?ἴαμβοςX ¯, Pl.R. 400b, etc.;ὁ ἴ. αὐτὴ.. ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν Arist.Rh. 1408b33
; δάκτυλος ὁ κατὰ ἴαμβον, = ?ἴαμβοςX ¯ ?ἴαμβοςX ¯, Anon.Rhythm.Oxy.2.3, Aristid.Quint.1.17.II iambic verse, Archil.22 (pl.) Pl. Ion 534c, etc.;ἴαμβος τρίμετρος Hdt. 1.12
;ἴ. Ἱππώνακτος Ar.Ra. 661
, cf. Arist.Rh. 1418b29, Po. 1448b33.III iambic poem, such as those of Callimachus, Str.8.3.30; esp. lampoon, mostly in pl., Pl.Lg. 935e, Arist.Pol. 1336b20;ἐφ' ὑβριστῆρας ἰάμβους AP7.352
(Mel.(?)): also in Prose, οἱ καταλογάδην ἴ. Ath.10.445b.b of the persons lampooned, Luc.Pseudol. 2.2 a kind of extempore play got up by αὐτοκάβδαλοι, who themselves had the same name, Semus 20. (For the termination perh. cf. διθύραμβος, θρίαμβος.)
См. также в других словарях:
ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek