-
1 ιερεια
-
2 ιέρεια
η жрица -
3 ιερηις
-
4 ιερια
-
5 ιρηιη
-
6 θυμα
у Thuc. лак. σῦμα - ατος τό [θύω]1) жертваτὸ θ. τοῦ Ἀπόλλωνος Thuc. — жертва Аполлону;
πάγκαρπα θύματα Soph. — жертвенное приношение из всех плодов;οὐχ ἱερεῖα θύματα, ἀλλὰ ἐπιχώρια Thuc. — жертвы не общеустановленные, а местные (т.е. не кровавые, а пироги в форме жертвенных животных)2) жертвоприношение(εὐχαὴ καὴ θύματα Soph.; θ. ποιεῖν Anth.)
θ. λεύσιμον Aesch. — жертвоприношение в форме побиения камнями (Клитемнестры), т.е. кровавая месть (за Агамемнона) -
7 ιερειον
эп. ἱερήϊον, ион. ἱρήϊον τό1) жертвенное животное, преимущ. овца -
8 καρυκευω
1) приготовлять изысканные блюда, приправлять тонкими соусами(τὰ ἱερεῖα Men.)
τὰ κεκαρυκευμένα Men. — пряные блюда2) перен. приправлять, сдабривать, приукрашивать(ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.)
-
9 παριστημι
(fut. παραστήσω, aor. 1 παρέστησα, aor. 2 παρέστην, pf. παρέστηκα - Polyb. παρέστακα)1) устанавливать возле, ставить рядом, расставлять(τινα φυλάττειν τι Dem.; ἱππέας τοῖς κέρασι Polyb.)
παραστησάμενος ἱερεῖα Xen. — поставив (возле алтаря) своих жертвенных животных2) (только aor. 2, pf. и ppf.) становиться рядом, подходить(ἄγχι π. Hom.)
εἶπε παραστάς Hom. — подойдя, он сказал;παραστῆναι εἰς τέν γνώμην τινός Her. — примкнуть к чьему-л. мнению;εἷς τις τῶν παρεστηκότων NT. — один из стоявших рядом3) становиться на защиту, быть в помощь, помогать(Her., Trag., Dem.; Τρωσὴ παρεστάμεναι καὴ ἀμύνειν Hom.)
4) (тж. π. ἑαυτόν NT.) приходить, приближаться, являться(νῆες παρέστασαν Hom.; παραστῆναι Καίσαρι NT.)
τοὔνεκα δέ νῦν δεῦρο παρέστης ; Hom. — так ты для этого сюда явилась?;ὅ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Plat. — вот это наше рассуждение;τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. — этим летом;τὰ παρεστῶτα Aesch. — нынешние обстоятельства;πρὸς τὸ παρεστός Arph. — в настоящее время, теперь5) представлять, выставлять(κτήνη NT.)
π. ἀνθρώπους Ἀρτέμιδι Luc. — приносить Артемиде человеческие жертвы;παραστήσασθαι (μάρτυρας) Isocr., Dem. — выставить от себя свидетелей;ταῦτα ἐγὼ πολλοῖς τεκμηρίοις παραστήσω Lys. — в пользу этого я представлю много доказательств;παραστήσασθαί τινα εἰς κρίσιν Plat. — поставить кого-л. перед судом6) передавать, отдавать(τινί τινα NT.)
7) med. заставлять, принуждать(τινα ἀέκοντα Her.; τινα βίᾳ Soph.)
ταραστήσασθαί τινα εἰς χαλεπέν φορὰν δασμοῦ Plat. — заставить кого-л. платить тяжелую дань8) тж. med.-pass. подчиняться, покоряться, сдаватьсяπαραστῆναι τῷ πολέμῳ Dem. — проиграть войну9) med. принуждать к сдаче, одолевать, покорять(τινα Her.; πόλιν Thuc.)
10) med. склонять, побуждать, убеждать(τινα Dem., Thuc.)
11) приключаться, случаться12) внушать(ἐλπίδας Dem.; θάρσος Polyb.)
13) med. ( о мысли) возникать, приходить в голову(τινι Plat.)
δόξα μοι παρεστάθη Soph. — у меня явилась мысль;παρίσταταί μοι Plat. — мне представляется (кажется);ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν Plut. — говорить экспромтом;τὸ παριστάμενον ἐλευθέρως λέγειν Luc. — свободно высказывать все, что ни придет в голову;τὸ μάλιστα παραστὰν εἶναί μοι δίκαιον Luc. — то, что кажется мне теперь наиболее правильным14) med. собираться (с духом), готовиться(πρὸς τὸν κίνδυνον Diod.; εἰς τοιαύτην ὁρμήν Polyb.; πρὸς τέν ἀπολογίαν Plut.)
15) med. сбиватьсяπαρεστηκέναι τῶν φρενῶν Polyb. — сойти с ума;
παρεστὼς τῇ διανοίᾳ Polyb. — сумасшедший16) сопоставлять, сравнивать(τινί τι Isocr.)
17) делать пригодным, улучшать(τὸν οἶνον Plut.)
-
10 Πυθιας
I(βοά Soph.; νίκη Plat.)
II- άδος ἥ1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἥ Πυθία2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια3) пифиада ( четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut.
См. также в других словарях:
ἱερεία — ἱερείᾱ , ἱέρεια a priestess fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc/acc dual ἱερείᾱ , ἱερεία sacrifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείᾳ — ἱερείᾱͅ , ἱέρεια a priestess fem dat sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱͅ , ἱερεία sacrifice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερεία — ἱερεία, ἡ (Α) 1. θυσία 2. εορτή 3. ιερατεία 4. το άδυτο τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια] … Dictionary of Greek
ἱέρεια — a priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέρεια — ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία) αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές νεοελλ. «ιέρεια τής τέχνης» διάσημη ηθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ιερεύς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιέρεια — η γυναίκα που ασκεί τα καθήκοντα του ιερέα: Ιέρεια του ναού της Αφροδίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερεῖα — ἱερεῖον victim neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείας — ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερείᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem acc pl ἱερείᾱς , ἱερεία sacrifice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθία — Ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς, η οποία έδινε τους χρησμούς. Αφού πλενόταν με το νερό της Κασταλίας και έπινε από το νερό της ίδιας πηγής ή της Κασσοτίδας και αφού μασούσε φύλλα δάφνης, χρησμοδοτούσε σε κατάσταση έκστασης,… … Dictionary of Greek
ἱερειῶν — ἱέρεια a priestess fem gen pl ἱερεία sacrifice fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερείαις — ἱέρεια a priestess fem dat pl ἱερεία sacrifice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)