-
1 παρίστημι
παρ|ίστημι ставить рядом -
2 παριστημι
(fut. παραστήσω, aor. 1 παρέστησα, aor. 2 παρέστην, pf. παρέστηκα - Polyb. παρέστακα)1) устанавливать возле, ставить рядом, расставлять(τινα φυλάττειν τι Dem.; ἱππέας τοῖς κέρασι Polyb.)
παραστησάμενος ἱερεῖα Xen. — поставив (возле алтаря) своих жертвенных животных2) (только aor. 2, pf. и ppf.) становиться рядом, подходить(ἄγχι π. Hom.)
εἶπε παραστάς Hom. — подойдя, он сказал;παραστῆναι εἰς τέν γνώμην τινός Her. — примкнуть к чьему-л. мнению;εἷς τις τῶν παρεστηκότων NT. — один из стоявших рядом3) становиться на защиту, быть в помощь, помогать(Her., Trag., Dem.; Τρωσὴ παρεστάμεναι καὴ ἀμύνειν Hom.)
4) (тж. π. ἑαυτόν NT.) приходить, приближаться, являться(νῆες παρέστασαν Hom.; παραστῆναι Καίσαρι NT.)
τοὔνεκα δέ νῦν δεῦρο παρέστης ; Hom. — так ты для этого сюда явилась?;ὅ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Plat. — вот это наше рассуждение;τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. — этим летом;τὰ παρεστῶτα Aesch. — нынешние обстоятельства;πρὸς τὸ παρεστός Arph. — в настоящее время, теперь5) представлять, выставлять(κτήνη NT.)
π. ἀνθρώπους Ἀρτέμιδι Luc. — приносить Артемиде человеческие жертвы;παραστήσασθαι (μάρτυρας) Isocr., Dem. — выставить от себя свидетелей;ταῦτα ἐγὼ πολλοῖς τεκμηρίοις παραστήσω Lys. — в пользу этого я представлю много доказательств;παραστήσασθαί τινα εἰς κρίσιν Plat. — поставить кого-л. перед судом6) передавать, отдавать(τινί τινα NT.)
7) med. заставлять, принуждать(τινα ἀέκοντα Her.; τινα βίᾳ Soph.)
ταραστήσασθαί τινα εἰς χαλεπέν φορὰν δασμοῦ Plat. — заставить кого-л. платить тяжелую дань8) тж. med.-pass. подчиняться, покоряться, сдаватьсяπαραστῆναι τῷ πολέμῳ Dem. — проиграть войну9) med. принуждать к сдаче, одолевать, покорять(τινα Her.; πόλιν Thuc.)
10) med. склонять, побуждать, убеждать(τινα Dem., Thuc.)
11) приключаться, случаться12) внушать(ἐλπίδας Dem.; θάρσος Polyb.)
13) med. ( о мысли) возникать, приходить в голову(τινι Plat.)
δόξα μοι παρεστάθη Soph. — у меня явилась мысль;παρίσταταί μοι Plat. — мне представляется (кажется);ἐκ τοῦ παρισταμένου λέγειν Plut. — говорить экспромтом;τὸ παριστάμενον ἐλευθέρως λέγειν Luc. — свободно высказывать все, что ни придет в голову;τὸ μάλιστα παραστὰν εἶναί μοι δίκαιον Luc. — то, что кажется мне теперь наиболее правильным14) med. собираться (с духом), готовиться(πρὸς τὸν κίνδυνον Diod.; εἰς τοιαύτην ὁρμήν Polyb.; πρὸς τέν ἀπολογίαν Plut.)
15) med. сбиватьсяπαρεστηκέναι τῶν φρενῶν Polyb. — сойти с ума;
παρεστὼς τῇ διανοίᾳ Polyb. — сумасшедший16) сопоставлять, сравнивать(τινί τι Isocr.)
17) делать пригодным, улучшать(τὸν οἶνον Plut.)
См. также в других словарях:
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
παραστάσιμον — τὸ, Μ ποινή ορθοστασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στάσις (< ἵστημι / ἵσταμαι)] … Dictionary of Greek