-
1 ιστος
ὅ1) мачта(ἱστὸν στήσασθαι Hom. или αἴρεσθαι Xen.)
2) столб, шест(χάλκεος Her.)
3) ткацкий навой ( в виде вертикального столба), тж. ткацкий станокἱστὸν στήσασθαι Hes. — приготовлять станок, т.е. приступать к тканью;
ἱστὸν ἐποίχεσθαι Hom. — ходить вдоль станка, т.е. работать за ткацким станком4) ткань(ἱστὸν ὑφαίνειν Hom., Hes., Plut.)
5) кусок ткани(ὀθονίων ἱστοὴ τρισχίλιοι Polyb.)
6) pl. пчелиные соты(αἱ μέλιτται ποιοῦσιν ἱστούς Arst.)
-
2 ιστός
-
3 ατά(γ)ιστος
η, ο1) ненакормленный (о детях, животных); не получивший угощения (о нищих); 2) перен. неподкупленный (о чиновнике) -
4 ατά(γ)ιστος
η, ο1) ненакормленный (о детях, животных); не получивший угощения (о нищих); 2) перен. неподкупленный (о чиновнике) -
5 σμορπ ιστός
[скорпистос] επ разбросанный, рассеянный, распыленный. -
6 ισταριον
-
7 ιστιον
ἐν χρόνῳ μεταβολαὴ ἱστίων погов. Pind. — своевременная смена парусов, т.е. изменение образа действий
-
8 αιστος
стяж. αἴστος или ᾆστος 21) невидимый; неведомый, исчезнувщийἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. — сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.;
ὤλετ΄ ᾆστος Aesch. — он пропал без вести;βωμοὴ ἄϊστοι Aesch. — разрушенные алтари2) не видящий, не знающий(τινος Eur.)
-
9 ακανθινος
-
10 αμαιμακετος
-
11 ελατινος
-
12 επικριον
-
13 ευιστος
-
14 Θεμις
-
15 περιμετρος
-
16 επιθηλιακός
η, όν анат. эпителиальный;επιθηλιακός ιστός — эпителиальная ткань
-
17 ραγισμένος
η, ο, ρα(γ)ιστός, ή, ό треснувший, лопнувший, давший трещину -
18 συνδετικός
η, ό[ν] связывающий, скрепляющий, соединяющий; соединительный; связующий;συνδετικός κρίκος — связующее звено;
συνδετική ΰλη — связующее вещество;
συνδετικός ιστός — соединительная ткань
-
19 υφαντικός
См. также в других словарях:
ἱστός — anything set upright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
ιστός — ο 1. κατάρτι. 2. αργαλειός, όργανο ύφανσης: Χειροκίνητος ιστός. 3. ύφασμα: Ιστός της Πηνελόπης. 4. άθροισμα κυττάρων που έχουν την ίδια περίπου κατασκευή και επιτελούν την ίδια λειτουργία: Επιθηλιακός ιστός. 5. «ιστός αράχνης», λεπτό πλέγμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιστος — (ΑΜ ιστος) ανάγεται σε ΙΕ επίθημα * is to, που απαντά στον υπερθετικό βαθμό τών επιθέτων πολλών ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ελλ. ήδ ιστος και τα αντίστοιχά του, αρχ. ινδ. svad isthas και αγγλ. sweet est). Το επίθημα * to είναι δηλωτικό τού τέλους μιας … Dictionary of Greek
αγωγής, ιστός — Ιστός του μυοκαρδίου (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek
συνδετικός ιστός — (Ιατρ.). Μια σημαντική και μεγάλη ομάδα ιστών, που συμμετέχουν στη δομή του ανθρώπινου οργανισμού. Οι διάφοροι τύποι σ. ι. προέρχονται όλοι από ένα εμβρυϊκό ιστό, το μεσέγχυμα. Ο σ.ι. αποτελείται από κύτταρα με διάφορα χαρακτηριστικά και… … Dictionary of Greek
δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι … Dictionary of Greek
ενδοθηλιακός ιστός ή ενδοθήλιο — Μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αγγείων, του αίματος και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πλακώδη και τοποθετημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εφαρμόζουν όπως … Dictionary of Greek
επιθηλιακός ιστός — Μία από τις τέσσερις κατηγορίες ζωικών ιστών (οι άλλοι τρεις είναι ο συνδετικός, ο μυϊκός και ο νευρικός ιστός). Καλύπτει το σώμα και τα όργανα καθώς επίσης κοιλότητες και αγωγούς. Από τα επιθήλια προέρχονται επίσης και διάφοροι μαζικοί… … Dictionary of Greek