Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱστόριον

См. также в других словарях:

  • ιστόριον — ἱστόριον, τὸ (Α) [ίστωρ] λογικό επιχείρημα, απόδειξη …   Dictionary of Greek

  • ἱστόριον — fact neut nom/voc/acc sg ἱ̱στόριον , ἱστορέω inquire into imperf ind act 3rd pl (doric) ἱ̱στόριον , ἱστορέω inquire into imperf ind act 1st sg (doric) ἱστορέω inquire into imperf ind act 3rd pl (doric) ἱστορέω inquire into imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστορίοισιν — ἱστόριον fact neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱστορέω inquire into pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστόρια — ἱστόριον fact neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»