-
1 ιστοβοεύς
-
2 ἱστοβοεύς
-
3 ἱστοβοεύς
A plough-tree or pole, Hes.Op. 435, cf. A.R.3.1318: prov., ἱστοβοῆι γέροντι νέην ποτίβαλλε κορώνην put a new tip on the old plough, of an old man marrying a young wife, Orac. ap. Paus.9.37.4.—Acc. ἱστοβόην, prob. f.l. for ἱστοβοῆ, AP6.104 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστοβοεύς
-
4 ιστοβοείς
ἱστοβοεύςplough-tree: masc acc pl (ionic)ἱστοβοεύςplough-tree: masc nom /voc pl (ionic parad-form) -
5 ἱστοβοεῖς
ἱστοβοεύςplough-tree: masc acc pl (ionic)ἱστοβοεύςplough-tree: masc nom /voc pl (ionic parad-form) -
6 ιστοβοέως
ἱστοβοέω̆ς, ἱστοβοεύςplough-tree: masc gen sg (ionic)ἱστοβοεύςplough-tree: masc nom sg (epic ionic) -
7 ἱστοβοέως
ἱστοβοέω̆ς, ἱστοβοεύςplough-tree: masc gen sg (ionic)ἱστοβοεύςplough-tree: masc nom sg (epic ionic) -
8 ιστοβοήα
-
9 ἱστοβοῆα
-
10 ιστοβοήες
-
11 ἱστοβοῆες
-
12 ιστοβοήι
-
13 ἱστοβοῆι
-
14 ιστοβοήος
-
15 ἱστοβοῆος
-
16 ιστοβοεί
-
17 ἱστοβοεῖ
-
18 ιστοβοέα
-
19 ἱστοβοέα
-
20 αὐτόγυος
A whose γύης is of one piece with the ἔλυμα and ἱστοβοεύς, not fitted together ([etym.] πηκτόν), Hes.Op. 433, A.R.3.232, 1285.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόγυος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱστοβοεύς — plough tree masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοβοεύς — ο (Α ἱστοβοεύς) ο ρυμός τού αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
ἱστοβοεῖς — ἱστοβοεύς plough tree masc acc pl (ionic) ἱστοβοεύς plough tree masc nom/voc pl (ionic parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοβοεῖ — ἱστοβοεύς plough tree masc dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοβοῆα — ἱστοβοεύς plough tree masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοβοῆες — ἱστοβοεύς plough tree masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοβοῆι — ἱστοβοεύς plough tree masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστοβοῆος — ἱστοβοεύς plough tree masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοβόη — ἱστοβόη, ἡ (Α) ιστοβοεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἱστὸς βόειος, όπως και το ἱστοβοεύς*] … Dictionary of Greek
ἱστοβοέως — ἱστοβοέω̆ς , ἱστοβοεύς plough tree masc gen sg (ionic) ἱστοβοεύς plough tree masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СОХА — • Arātrum, αροτρον, или плуг, орудие для разрыхления пахотной земли или для вспашки поля, изобретенное будто бы Бузигом или Триптолемом. Plin. 7, 56, 199. Гесиод изображает два вида греческого плуга (op. et. d. 431 слл.): 1.… … Реальный словарь классических древностей