-
1 ιστοβοήες
-
2 ἱστοβοῆες
См. также в других словарях:
ἱστοβοῆες — ἱστοβοεύς plough tree masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιστοβοήες
2 ἱστοβοῆες
ἱστοβοῆες — ἱστοβοεύς plough tree masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)