-
1 ιστοβοήα
-
2 ἱστοβοῆα
См. также в других словарях:
ἱστοβοῆα — ἱστοβοεύς plough tree masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναράσσω — και αττ. τ. συναράττω Α 1. συγκρούω, συντρίβω 2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.) 3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.) 4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις»… … Dictionary of Greek