-
1 ιστίου
-
2 ἱστίου
-
3 σινδών
σινδών, όνος, ἡ, Sindon, ein seines, gewebtes Zeug aus Indien, indische Leinwand, Her. 1, 200. 2, 95; auch aus Baumwolle, σινδὼν βυσσίνη, Schweigh. Her. 2, 86. 7, 181, also eine Art Musselin; κρεμαστὴν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καϑημμένην, Soph. Ant. 1207; Thuc. 2, 49; Luc. Deor. Conc. 70. – Bei Pol. 2, 66, 10 eine Fahne. – Bei Alciphr. 1, 12 auch ἱστίου, Segeltuch. – Alles aus Sindon Gemachte, Kleider, Tücher, Servietten, Bast ep. crit. p. 180. – Das Wort ist entweder ägyptisches Ursprungs oder von Σινδός, = Ἰνδός abzuleiten.
-
4 κάλως
κάλως, ω, ὁ, ion. u. ep. κάλος, Tau, Schiffs-, Segeltau; Od. 5, 260 ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν, »die Taue zum Aufziehen u. Niederlassen der Segel« erkl.; Her. οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου 2, 36 u. öfter; ϑύρη κάλῳ δεδεμένη 2, 96; πρυμνήτης κάλως Eur. Med. 770; κάλως ἐξιέναι, die Segel aufspannen, Troa. 94; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; übh. Strick, τοῖσιν κάλῳς Paz 450, mit der v. l. κάλοις; Epicrat. Ath. XI, 782 f; Thuc. 4, 25 παραπλεόντων ἀπὸ κάλω ἐς τὴν Μεσσήνην, nach Schol. u. Poll. 1, 113 ( ἐκ κάλων ἕλκοντες τὰς ναῦς) = am Lande entlang das Schiff mit der Leine ziehen, statt zu rudern oder zu segeln; vgl. App. Mithr. 78; sprichwörtlich πάντα κάλων κινεῖν, alle Kräfte anspannen, alle Mittel in Bewegung setzen, Luc. Scyth. 11; πάντας ἔσεισε κάλως, spannte alle Segel auf, Crinag. 15 (IX, 545); so zu fassen νῠν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι Ar. Equ. 753 (wo der Schol. es vom Auswerfen der σχοινία σὺν ταῖς ἀγκύραις ἐπὶ ϑάλασσαν im Sturme ableitet) u. Eur. Herc. Fur. 278 ἐχϑροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων; πάντα κάλων ἐκτείνειν Plat. Prot. 338 a; τὸ λεγόμενόν γε πάντα κάλων ἐφέντες Sis. 389 c. – Im plur. finden sich Formen nach der dritten Deklination, κάλωες Orph. Arg. 621 Ap. Rh. 2, 725, κάλωσι Orph. Arg. 237, κάλωας 253 Opp. Hal. 5, 223.
-
5 καλως
I.1) красиво, прекрасно, изящноκ. ἔχειν Xen. — быть красивым
2) честно, благородно(κ. καὴ εὖ Plat.)
κ. πεφυκέναι Soph. — быть благородным;κ. ἀκούειν Plut. (ср. лат. bene audire) — пользоваться хорошей славой3) славно, доблестно, с честью(ζῆν, τεθνηκέναι Soph.)
4) благоприятно, успешно, счастливо(ἀγωνίζεσθαι Lys.)
κ. πράσσειν Aesch. и κ. καὴ εὖ πράττειν Plat. — быть счастливым, благоденствовать;ἤδη κ. ἔχει σοι Arph. — повезло же тебе;κ. ἔχει πάντα Dem. — все в порядке5) удобно, выгодноἸταλίας παράπλου ( или ἐν παράπλῳ) κ. κεῖσθαι Thuc. — быть выгодно расположенным на морском пути в Италию
6) справедливо, по справедливости, как и следует (быть)(ἥ τύχη κ. ποιοῦσα πολλὰ πεποίηκε τὰ κοινά Dem.)
καλὸς ποιῶν ἀπόλλυτα Arph. — он погибает по заслугам7) совершенно, вполне, в высшей степени(κ. εὐδαίμων Aesch.; καλὸς κάλλιστα Pind.)
κ. εἶ δῆλος οὐκ εἰδὼς τί δρᾷς Soph. — совершенно очевидно, что ты (сам) не знаешь, что делаешь8) хорошо, отлично, превосходноτοῦτ΄ ἐγὼ κ. ἔξοιδα — это я отлично знаю;
(в — учтиво-ироническом отказе) благодарю покорно:εἴσιθ΄ ἅμ΄ ἐμοί. - Πάνυ κ. ( или κάλλιστ΄, ἐπαινῶ) Arph. — войдем со мной. - Нет уж, благодарюII.-ω, эп.-ион. κάλος (ᾰ) ὅ канат, бечева, веревка(οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου Her.)
κάλως (acc. pl.) ἐξιέναι Eur. — отпускать канаты, т.е. отчаливать;πάντα κάλων ἐξιέναι Eur., тж. ἐφιέναι, ἐκτείνειν Plat. или κινεῖν Luc. погов. — отпускать все канаты, ставить все паруса, т.е. пускать в ход все средства; -
6 παρασειον
-
7 σινδών
См. также в других словарях:
ἱστίου — ἱστίον web neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
μπάνιο — το (Μ μπάνιο) συν. στον πληθ. τα μπάνια ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις νεοελλ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο») 2. το πλύσιμο τού σώματος («κάθε… … Dictionary of Greek
μπίντα — η ναυτ. 1. σύστημα σχοινιών για τη συστολή ενός μέρους τής επιφάνειας τού ιστίου σε περίπτωση κακοκαιρίας 2. το μέρος τού ιστίου που διπλώνεται με αυτά τα σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. binda] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
Τάπια — Ν φρ. «σύνδρομο Τάπια» ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς… … Dictionary of Greek
αγιουτάντες — ο 1. βοηθός, υπασπιστής 2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός 3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)] … Dictionary of Greek
ακάτιο — το (Α ἀκάτιον) [ἄκατος] μικρή άκατος, μικρό πλοίο αρχ. 1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46) 2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2) 3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.) 4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος… … Dictionary of Greek
ακροδέτηση — η [ακροδετώ] Ναυτ. πρόσδεση τών ακραίων γωνιών τού τετράγωνου ιστίου στην ειδική θέση τών ακροκεραίων* … Dictionary of Greek