Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱροῖσι

См. также в других словарях:

  • ἱροῖσι — ἱερός filled with masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἱ̱ροῖσι , ἱερόω consecrate pres part act masc/neut dat pl (doric ionic aeolic) ἱ̱ροῖσι , ἱερόω consecrate pres subj act 3rd sg (epic ionic) ἱ̱ροῖσι , ἱερόω consecrate pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηριάζω — Α [χρηστήριος] 1. χρησμοδοτώ 2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.) β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῑσι) προλέγω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»