-
1 ἱππόδρομος
ἱππό-δρομος, ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren -
2 ἱπποδρόμος
ἱππο-δρόμος, ὁ, der Pferderenner, eine sicilische Art leichter Reiterei -
3 λεῖος
λεῖος, α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισϑηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παϑήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύϑοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καϑεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤϑους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσϑησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσϑαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
-
4 ἀμφι-θέατρος
ἀμφι-θέατρος ἱππόδρομος, eine amphitheatralische Rennbahn, Dion. Hal. 4, 44.
См. также в других словарях:
Ἱπποδρόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόδρομος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — ο ιπποδρόμιο: Φαληρικός ιππόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποδρόμω — ἱππόδρομος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱππόδρομος chariot road masc gen sg (doric aeolic) ἱπποδρόμος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμοις — ἱππόδρομος chariot road masc dat pl ἱπποδρόμος chariot road masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμου — ἱππόδρομος chariot road masc gen sg ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμους — ἱππόδρομος chariot road masc acc pl ἱπποδρόμος chariot road masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδρόμω — Ἱπποδρόμος masc nom/voc/acc dual Ἱπποδρόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)