-
1 ιππηλατος
-
2 ιππήλατος
-
3 ἱππήλατος
-
4 ἱππήλατος
ἱππήλᾰτ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππήλατος
-
5 ἱππήλατος
ἱππ-ήλατος: passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππήλατος
-
6 ἱππήλατος
ἱππ-ήλατος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann; ὁδός, Fahrweg. Aber ἔργον ἱππ. das trojanische Pferd -
7 ιππήλατον
ἱππήλατοςfit for horsemanship: masc /fem acc sgἱππήλατοςfit for horsemanship: neut nom /voc /acc sg -
8 ἱππήλατον
ἱππήλατοςfit for horsemanship: masc /fem acc sgἱππήλατοςfit for horsemanship: neut nom /voc /acc sg -
9 ιππηλάτοις
-
10 ἱππηλάτοις
-
11 ιππηλάτου
ἱππήλατοςfit for horsemanship: masc /fem /neut gen sgἱππηλάτηςdriver of horses: masc gen sg -
12 ἱππηλάτου
ἱππήλατοςfit for horsemanship: masc /fem /neut gen sgἱππηλάτηςdriver of horses: masc gen sg -
13 ιππηλάτους
-
14 ἱππηλάτους
-
15 ιππηλάτω
-
16 ἱππηλάτῳ
-
17 ιππηλάτων
-
18 ἱππηλάτων
-
19 ιππήλατα
-
20 ἱππήλατα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱππήλατος — fit for horsemanship masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο που σύρεται από ίππους, που τον τραβούν άλογα: Τα λεωφορεία ήταν ιππήλατα παλιότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππήλατον — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc sg ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτοις — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτου — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen sg ἱππηλάτης driver of horses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτους — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτων — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππηλάτῳ — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππήλατα — ἱππήλατος fit for horsemanship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππήλατοι — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)