Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱππηλάτῳ

См. также в других словарях:

  • ιππηλατώ — (Α ἱππηλατῶ έω) [ιππήλατος] νεοελλ. είμαι ιππέας, αναβάτης ίππου στον ιππόδρομο αρχ. ιππεύω, οδηγώ ίππο, ηνιοχώ …   Dictionary of Greek

  • ἱππηλάτῳ — ἱππήλατος fit for horsemanship masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»