Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἱππο-μανής

См. также в других словарях:

  • κερδομανής — ές αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • λιθομανής — λιθομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά πολύ τους λίθους, τις λίθινες οικοδομές ή τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. δορι μανής, ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ξενομανής — ές (Α ξενομανής, ές) αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. επίρρ... ξενομανώς με ξενομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • φρενομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκομανής — ές, Μ αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] …   Dictionary of Greek

  • λογομανώ — λογομανώ, έω (Α) έχω μεγάλη έφεση για μελέτη, πάθος για σπουδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογομανής < λόγο * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οιστρομανής — οἰστρομανής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καθίσταται παράφρων από τσίμπημα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οπλομανής — ὁπλομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά μανιωδώς τα όπλα 2. αυτός που αγαπά πολύ τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • φηρομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] …   Dictionary of Greek

  • οικομανία — οἰκομανία, ἡ (Α) μανία για την οικοδόμηση σπιτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανία, λιθο μανία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»