-
1 ἱππομανής
ἱππο-μᾰνής, ές,A abounding in, swarming with horses (cf. καρπο-, ὑλο-, φυλλο-μανής), λειμών S.Aj. 143
(anap.); variously expld. by Sch.II as Subst., ἱππομανές, έος, τό, an Arcadian plant, thorn-apple, Datura stramonium, of which horses are madly fond, or which makes them mad, Theoc.2.48; f.l. for -φαές in Thphr.HP9.15.6.2 small black fleshy substance on the forehead of a new-born foal, which, if procured before it was eaten off by the dam, was held to be a powerful φίλτρον, Arist.HA 577a9, 605a2, Thphr.Fr. 175, Ael.NA3.17, 14.18.3 mucous humour that runs from mares a-horsing, used for like purposes, Arist.HA 572a21, Paus.5.27.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππομανής
См. также в других словарях:
κερδομανής — ές αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, ιππο μανής] … Dictionary of Greek
λιθομανής — λιθομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά πολύ τους λίθους, τις λίθινες οικοδομές ή τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. δορι μανής, ιππο μανής] … Dictionary of Greek
ξενομανής — ές (Α ξενομανής, ές) αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. επίρρ... ξενομανώς με ξενομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής, χορο μανής] … Dictionary of Greek
φρενομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) παράφρων, μανιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] … Dictionary of Greek
χαλκομανής — ές, Μ αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής, χορο μανής] … Dictionary of Greek
λογομανώ — λογομανώ, έω (Α) έχω μεγάλη έφεση για μελέτη, πάθος για σπουδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογομανής < λόγο * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] … Dictionary of Greek
οιστρομανής — οἰστρομανής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καθίσταται παράφρων από τσίμπημα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] … Dictionary of Greek
οπλομανής — ὁπλομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά μανιωδώς τα όπλα 2. αυτός που αγαπά πολύ τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] … Dictionary of Greek
φηρομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής] … Dictionary of Greek
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek
οικομανία — οἰκομανία, ἡ (Α) μανία για την οικοδόμηση σπιτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανία, λιθο μανία] … Dictionary of Greek