-
1 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
См. также в других словарях:
κολοσσοβάμων — κολοσσοβάμων, ον (Α) αυτός που στέκεται πατώντας με ανοιχτά πόδια σαν κολοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
λεοντοβάμων — λεοντοβάμων, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε βάση η οποία έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιών λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
μακροβάμων — μακροβάμων, ον (Α) αυτός που περπατά με μακρά, με μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
ξυλοβάμων — ξυλοβάμων, ονος, ό, ἡ (Μ) αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek