Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱπποβάμων

См. также в других словарях:

  • ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποβάμον' — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg ἱπποβά̱μονι , ἱπποβάμων going on horseback dat sg ἱπποβά̱μονε , ἱπποβάμων going on horseback nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβάμονα — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποβάμοσιν — ἱπποβά̱μοσιν , ἱπποβάμων going on horseback dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»