-
1 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
2 ἱπποβάμων
3 metaph., ῥήματα ἱ. high-paced words, bombast, fustian, Ar.Ra. 821.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβάμων
-
3 ἱπποβάμων
ἱππο-βάμων, ονος, (1) zu Ross einherziehend; von den Centauren; auch ἱπποβάμοσι καμήλοις, die wie die Pferde gehen, traben. (2) übertr., hochtrabend -
4 ιπποβάμον'
ἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: neut nom /voc /acc plἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: masc /fem acc sgἱπποβά̱μονι, ἱπποβάμωνgoing on horseback: dat sgἱπποβά̱μονε, ἱπποβάμωνgoing on horseback: nom /voc /acc dual -
5 ἱπποβάμον'
ἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: neut nom /voc /acc plἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: masc /fem acc sgἱπποβά̱μονι, ἱπποβάμωνgoing on horseback: dat sgἱπποβά̱μονε, ἱπποβάμωνgoing on horseback: nom /voc /acc dual -
6 ιπποβάμονα
ἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: neut nom /voc /acc plἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: masc /fem acc sg -
7 ἱπποβάμονα
ἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: neut nom /voc /acc plἱπποβά̱μονα, ἱπποβάμωνgoing on horseback: masc /fem acc sg -
8 ἱππό-κρημνος
ἱππό-κρημνος, roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.
-
9 ιπποβάμοσιν
-
10 ἱπποβάμοσιν
-
11 Ἀριμασποί
Ἀριμασποί, οἱ, Scythian word, meaningGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀριμασποί
См. также в других словарях:
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek
ἱπποβάμον' — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg ἱπποβά̱μονι , ἱπποβάμων going on horseback dat sg ἱπποβά̱μονε , ἱπποβάμων going on horseback nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβάμονα — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ἱπποβάμοσιν — ἱπποβά̱μοσιν , ἱπποβάμων going on horseback dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)