-
1 ιππικος
I31) конский(φρυάγματα Aesch., Soph.; φάτναι Eur.)
2) запряженный конями(ὀχήματα Soph.)
3) конный(ἀγών Her.; δρόμος Soph.; ἆθλον Plat.)
4) употребляемый в коннице, кавалерийский(ὅπλα Plat.; ὄργανα Arst.; ξυστόν Plut.)
5) касающийся верховой езды(λόγοι Xen.; ἐπιστήμη Plat.)
IIὅ опытный всадник, искусный наездник Xen., Arst., Plut. -
2 ἱππικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἱππικός
-
3 ιππικός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ιππικός
-
4 ιππικός
η, ό[ν] конный, кавалерийский;ιππικοί αγώνες — скачки
-
5 ἱππικός
конный, конский; ср.р. употр. как сущ. конница, кавалерия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱππικός
-
6 ιππικός
[ипикос] επ конский. -
7 γυμνικος
3гимнический, гимнастический(ἀγὼν γ. καὴ ἱππικός Her., γ. καὴ μουσικός Thuc., Plat.; ἀθλήματα Arst.)
-
8 2461
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2461
См. также в других словарях:
ἱππικός — of a horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) … Dictionary of Greek
ιππικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ίππο ή στον ιππέα: Ιππική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππικά — ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc pl ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc/acc dual ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτερον — ἱππικός of a horse adverbial comp ἱππικός of a horse masc acc comp sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικωτάτω — ἱππικός of a horse masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱππικός of a horse masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικόν — ἱππικός of a horse masc acc sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτατα — ἱππικός of a horse adverbial superl ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτατον — ἱππικός of a horse masc acc superl sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικαῖς — ἱππικός of a horse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)