-
1 ευηνιος
21) слушающийся повода, легко управляемый, послушный(ὁχήματα, ἵπποι Plat.)
2) кроткий(ἄνθρωπος, ψυχή Plut.)
-
2 ευρισκω
(fut. εὑρήσω, aor. 2 εὗρον и ηὗρον, pf. εὕρηκα; pass. fut. εὑρεθήσομαι, aor. εὑρέθην, pf. ηὕρημαι) тж. med.1) находить, обнаруживать(θησαυρόν Arst.; χρυσοῦν δακτύλιον Luc.)
εὗρεν Κρονίδην Hom. — (Фетида) разыскала Кронида2) находить, получать, снискивать, (при)обретать(δόξαν, med. κλέος Pind.; med. τιμωρίην Her.; med. ὠφελίαν τινὰ ἀπό τινος Thuc.; ἀτέλειαν Xen.; med. Dem.; χάριν παρά τινι NT.)
κακὸν εὗρε и εὕρετο Hom. — его постигло несчастье;δίκην εὗρε Plut. — ему было предъявлено обвинение;τὰ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται Soph. — дела находят себе выражение в словах;δεινὰ εὑρεῖν πάθη πρός τινος Soph. — тяжело пострадать по чьей-л. вине;εὑρέσθαι τι παρά τινος Lys. — добиться чего-л. от кого-л.3) находить, открывать, придумывать, изыскивать(μῆχός τι Hom.; ὁδόν Pind.; ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch.; πημάτων ἄρηξιν Soph.; τὸ φάρμακόν τινος Plat.)
4) изобретать(τὸν βάρβιτον Pind.; ὀχήματα Aeschin.)
5) находить, обнаруживать, считать(τοὺς θεοὺς κακούς Soph.)
; pass. обнаруживаться, оказыватьсяἢν εὑρεθῇ λέγων σοὴ ταὐτά Soph. — если окажется, что он говорит то же самое, что и ты;
ἀδικοῦσα ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη Eur. — оказалось, что она виновата не менее, чем мы6) задумывать, замышлять(φόνον τινί Eur.)
7) ( о товаре) приносить (ту или иную) выручку, т.е. продаваться (за известную цену)εὑ. πολλόν (sc. χρυσίον) Her. — продаваться за большие деньги;
-
3 ζευκτος
-
4 θαλασσοπλαγκτος
-
5 ιππικος
I31) конский(φρυάγματα Aesch., Soph.; φάτναι Eur.)
2) запряженный конями(ὀχήματα Soph.)
3) конный(ἀγών Her.; δρόμος Soph.; ἆθλον Plat.)
4) употребляемый в коннице, кавалерийский(ὅπλα Plat.; ὄργανα Arst.; ξυστόν Plut.)
5) касающийся верховой езды(λόγοι Xen.; ἐπιστήμη Plat.)
IIὅ опытный всадник, искусный наездник Xen., Arst., Plut. -
6 ισορροπως
в состоянии равновесия, устойчиво(ἀσάλευτος Plut.)
τὰ ὀχήματα ἰ. εὐήνια Plat. — легко управляемые, благодаря своему равновесию, колесницы -
7 καταργυρος
-
8 λινοπτερος
-
9 οχημα
- ατος τό1) средство передвиженияὄ. ἱππικόν Soph. или ἵππειον Eur. — конная повозка, колесница;
τὰ ὀχήματα τά τε πεζὰ καὴ τὰ ἐν τῇ θαλάττῃ Plat. — сухопутные и морские средства передвижения2) опора, устой(γῆς ὄ. Ζεύς Eur.)
3) средство выражения, проводник(ὄ. ἀοιδᾶν Pind.; ὄ. ἀλλοτρίου λόγου Plut.)
ὀχήματί τινι χρῆσθαι Plut. — пользоваться чем-л. для выражения чего-л. ( точнее в качестве проводника чего-л.)
См. также в других словарях:
ὀχήματα — ὄχημα anything that bears neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχήματα βιομηχανικά ή βαρέα — Στον γενικό αυτό όρο περιλαμβάνεται μια μεγάλη κατηγορία οχημάτων, προορισμένων για εργασίες συνδεδεμένες άμεσα με εργασιακή δραστηριότητα: λεωφορεία,τρόλεϋ, τραμ, γερανοί, εκσκαφείς, θεριζοαλωνιστικές μηχανές, οδοστρωτήρες, εκχιονιστήρες κλπ … Dictionary of Greek
ὀχήματ' — ὀχήματα , ὄχημα anything that bears neut nom/voc/acc pl ὀχήματι , ὄχημα anything that bears neut dat sg ὀχήματε , ὄχημα anything that bears neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αμφίβιο — Τεχνικός όρος που υποδηλώνει μια κατηγορία οχημάτων που μπορούν να κινούνται σε διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος·κατ’ επέκταση, αμφίβιες ονομάζονται και οι ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται οχήματα αυτού του είδους.… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
λεωφορείο — Όχημα μεγάλου μεγέθους για μαζική μεταφορά επιβατών σε συγκεκριμένες διαδρομές. Το πρώτο λ. ήταν πιθανότατα μία ιππήλατη άμαξα που πραγματοποιούσε διαδρομές στο Παρίσι (1662). Πέρασαν περίπου δύο αιώνες μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο αυτοκινούμενο… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
τεθωρακισμένος — η, ο, Ν φρ. «τεθωρακισμένα οχήματα» ή απλώς «τεθωρακισμένα» στρ. εξοπλισμένα αυτοκινούμενα οχήματα μάχης που είναι καλυμμένα με θωράκιση (α. «ελαφρά τεθωρακισμένα» β. «τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού» γ. «τεθωρακισμένα οχήματα μάχης»)· … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek