-
21 ιππική
-
22 ἱππικῇ
-
23 ιππικήι
-
24 ἱππικῆι
-
25 ιππικής
-
26 ἱππικῆς
-
27 ιππικαίς
-
28 ἱππικαῖς
-
29 ιππικαί
-
30 ἱππικαί
-
31 ιππικοίς
-
32 ἱππικοῖς
-
33 ιππικοίσι
-
34 ἱππικοῖσι
-
35 ιππικοίσιν
-
36 ἱππικοῖσιν
-
37 ιππικού
-
38 ἱππικοῦ
-
39 ιππικοί
-
40 ἱππικοί
См. также в других словарях:
ἱππικός — of a horse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) … Dictionary of Greek
ιππικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ίππο ή στον ιππέα: Ιππική τέχνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππικά — ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc pl ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc/acc dual ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτερον — ἱππικός of a horse adverbial comp ἱππικός of a horse masc acc comp sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικωτάτω — ἱππικός of a horse masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱππικός of a horse masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικόν — ἱππικός of a horse masc acc sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτατα — ἱππικός of a horse adverbial superl ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικώτατον — ἱππικός of a horse masc acc superl sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππικαῖς — ἱππικός of a horse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)