-
1 ιμονιοστρόφος
-
2 ἱμονιοστρόφος
-
3 ἱμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμονιοστρόφος
-
4 ιμονιοστρόφοι
-
5 ἱμονιοστρόφοι
-
6 ιμονιοστρόφου
-
7 ἱμονιοστρόφου
См. также в других словарях:
ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] … Dictionary of Greek
ἱμονιοστρόφος — water drawer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμονιοστρόφοι — ἱμονιοστρόφος water drawer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμονιοστροφούμαι — ἱμονιοστροφοῡμαι, έομαι (Μ) [ιμονιοστρόφος] στρέφομαι σαν ιμονιά* … Dictionary of Greek