-
1 ιμονιοστρόφου
-
2 ἱμονιοστρόφου
См. также в других словарях:
ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιμονιοστρόφου
2 ἱμονιοστρόφου
ἱμονιοστρόφου — ἱμονιοστρόφος water drawer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)