-
1 ἱκετᾱδόκος
-
2 ἱκετο-δόκος
ἱκετο-δόκος, oder ἱκετο-δόχος, = ἱκεταδόκος, Eust.
См. также в других словарях:
ικεταδόκος — ἱκεταδόκος, ον (Α) αυτός που δέχεται τους ικέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωρο δόκος, ξενο δόκος] … Dictionary of Greek
ἱκεταδόκος — receiving suppliants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκεταδόκου — ἱκεταδόκος receiving suppliants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… … Dictionary of Greek
ικετοδόχος — ον (Μ) ο ικεταδόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, οινο δόχος] … Dictionary of Greek