-
1 ἱκετᾱ-δόκος
ἱκετᾱ-δόκος, Schutzflehende aufnehmend, Aesch. Suppl. 694.
-
2 ἱκετᾱδόκος
См. также в других словарях:
ιοδόκος — (I) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δόκος, θυο δόκος]. (II) ἰοδόκος, ον (Α) αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + δόκος … Dictionary of Greek
θεηδόκος — θεηδόκος, ή (Α) (για τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή τής Μάρθας και τού Λαζάρου) η οικοδέσποινα που φιλοξένησε, που δέχθηκε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα δόκος, παν δόκος] … Dictionary of Greek