-
1 ἱερατικός
A priestly, sacerdotal, ;ὑπομνήματα Plu.Marc.5
; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a;ὀνόματα Luc.Philops.12
;λόγος Ptol.Tetr. 87
(- ατητικός codd.); ; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt. 290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr. 399. Adv. - κῶς in a sacerdotal sense, ib. 256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.;σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1
.2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142.III [suff] ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερατικός
-
2 пастырский
επ.ιερουργικός ιερατ ικός, παπαδίστικος ενοριακός.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий