-
1 τοιχ-ωρύχος
τοιχ-ωρύχος, ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
-
2 ἀνδρα-ποδιστής
ἀνδρα-ποδιστής, ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύϑερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισϑόν.
См. также в других словарях:
ἱερόσυλοι — ἱερόσῡλοι , ἱερόσυλος temple robber masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАКУРГИ — • Κακου̃ργοι, злодеи, употребляющие в дело хитрость и насилие, в техническом смысле обыкновенные преступники. Сюда относятся воры (κλέπται), воры, совершающие кражу со взломом (τοιχωρύχοι), снимающие насильно платье (λωποδύται),… … Реальный словарь классических древностей
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
ιερόσυλος — η, ο αυτός που διαπράττει ιεροσυλία: Οι ιερόσυλοι δε σεβάστηκαν ούτε και τους τάφους των νεκρών μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)