-
21 ιερατειών
-
22 ἱερατειῶν
-
23 ιερατείαν
-
24 ἱερατείαν
-
25 2405
{сущ., 2}священический сан, священство (Лк. 1:9; Евр. 7:5). LXX: 3547 ( ןהכּ) C(pi), 3550 (הָנּהֻכְּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2405
-
26 ἱερατικός
A priestly, sacerdotal, ;ὑπομνήματα Plu.Marc.5
; στέφανος, ἁγιστεῖαι, Id.2.34e, 729a;ὀνόματα Luc.Philops.12
;λόγος Ptol.Tetr. 87
(- ατητικός codd.); ; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱερατεία, Pl.Plt. 290d; οἱ ἱ. the priestly caste, Hld.7.11, cf. Dam.Pr. 399. Adv. - κῶς in a sacerdotal sense, ib. 256; ἱ. ζῆν as a priest should, Jul. l.c.;σεμνῶς καὶ ἱ. κρίνειν δίκας Just.Nov.79.1
.2 ἱ. βύβλος, χάρτης, name of a kind of papyrus, Str.17.1.15, PMag.Par.1.2105; κόλλημα, πιττάκιον, made of this material, ib.2068,3142.III [suff] ἱερᾱτ-ικόν, τό, name of a plaster, Gal.13.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερατικός
-
27 ἱερεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱερατεία — ἱερᾱτείᾱ , ἱερατεία priesthood fem nom/voc/acc dual ἱερᾱτείᾱ , ἱερατεία priesthood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερατεία — η (ΑΜ ἱερατεία, Α και ἱερητείη και ἱερητεία, ιων. τ. ἱρητήη) [ιερατεύω] το αξίωμα τού ιερέα, η ιερωσύνη («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῡμεν ἱερατείαν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἱερατείᾳ — ἱερᾱτείᾱͅ , ἱερατεία priesthood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερατεία — η η ιδιότητα του ιερέα, η ιεροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερατεῖα — ἱερατεῖον a sanctuary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, καταγόταν από την Αθήνα. Προσφέρθηκε να θυσιάσει την κόρη του όταν η πόλη απειλήθηκε με λοιμό, επειδή σκοτώθηκε η ιερή άρκτος του ναού της Άρτεμης στη Μουνιχία, και διαδόθηκε πως η θεά θα… … Dictionary of Greek
αλιρρόθιος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ευρύτης. Τον σκότωσε o Άρης όταν τον συνέλαβε να βιάζει την παρθένα Αλκίππη, κόρη του θεού από την Άγραυλο, κοντά στην πηγή του ναού του Ασκληπιού. Κάτω από την Ακρόπολη ο Άρης δικάστηκε από… … Dictionary of Greek
ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ιερωτεία — ἱερωτεία και ἱερητεία, ἡ (Α) βλ. ιερατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερωτεύω. Ο τ. αντί ιερατεία*] … Dictionary of Greek
ἱερατείας — ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem acc pl ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σάλιοι — Ρωμαίοι ιερείς, που ανήκαν σε ενιαία οργάνωση ή αδελφότητα, την οποία αποτελούσαν δυο δωδεκαμελείς ομάδες που λέγονταν σάλιοι παλατίνοι και σάλιοι κολλίνοι. Οι ιερείς αυτοί υπηρετούσαν την τριάδα Ζευς, Άρης και Κουϊρίνος. Φορούσαν πολεμική στολή… … Dictionary of Greek