-
1 ιερέα
-
2 ἱερέα
-
3 ἱέρεα
1 priestess χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα χρῆσεν at Delphi P. 4.6 -
4 ιέρεα
-
5 ἱέρεα
-
6 ιερέας
ἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερέᾱς, ἱερεύςpriest: masc acc pl -
7 ἱερέας
ἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem acc plἱερέᾱς, ἱέρειαa priestess: fem gen sg (attic doric aeolic)ἱερέᾱς, ἱερεύςpriest: masc acc pl -
8 αἰετός
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)1 eaglea lit.,εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) P. 5.112ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει I. 4.47
πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
b pediment = ἀέτωμα, cf. O. 13.21 χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) Pae. 8.70c test. v. ὀμφαλός fr. 54. -
9 Ἀπόλλων
ᾰπόλλων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα, -ον)a ὑπ' Ἀπόλλωνος γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16
ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων as Pythian oracle O. 8.41 ( Χάριτες)χρυσότοξον θέμεναι πάρα Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.11
χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον P. 1.1
Κίνυραν, τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16
εἰς Ἀίδα δόμον ἐν θαλάμῳ κατέβα, τέχναις Ἀπόλλωνος sc. Koronis P. 3.11τότ' ἔειπεν Ἀπόλλων P. 3.40
οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος ἱέρεα χρῆσεν P. 4.5
τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.66
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων” P. 4.87ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ in Cyrene P. 4.294 ὁ δ' ἀρχαγέτας Ἀπόλλων since his oracle ordered the foundation of Cyrene P. 5.60 Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ (Boeckh: Καρνεῖ(ε) codd.: at Cyrene) P. 5.79 Ἐρεχθέος ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (i. e. the Alkmaionidai: cf. Herod., 5. 62) P. 7.10 δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (sc. οἱ Γίγαντες) P. 8.18εὐρυφαρέτρας ἑκάεργος Ἀπόλλων P. 9.28
Ἄπολλον P. 10.10
Ψπερβορέων. ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.35
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.24
μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (παρ' Αἰγινήταις Δελφίνιος μὴν ἄγεται Δελφινίου Ἀπόλλωνος ἱερός. Σ.) N. 5.44 κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυω- νόθε, Μοῖσαι, τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν i. e. from the temple of Apollo at Sikyon, where were held the games called Pythia N. 9.1ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τἀγλαίαν I. 2.18
ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ὧραι [Ἀπόλ]λωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
[παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν at AbderaΠα. 2.. ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον Pae. 5.1
1, 3,. ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.40
κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος at DelphiΠα.. 1. πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
Ἀπόλλωνί γ[ Pae. 7.5
Ἄπολλο[ν Πα. 7B. 1.κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος Pae. 8.13
]ἄναξ Ἄπολλον[ Pae. 16.2
ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 2. παιηο[ν- ] Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148. ]εν γάρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. ] Ἀπόλλωνι μὲν θ[ ?fr. 333a. 4.b Apollo Agreus or Nomios; cf. Serv. ad Virg. Georg. 1. 14, = Hes. fr. 129. R={3}. “ θήσονταί τέ νιν (sc. Ἀρισταῖον) ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων, ἀνδράσι χάρμα φίλοις, ἄγχιστον ὀπάονα μήλων, Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.64c test., v. fr. 51a, fr. 55, fr. 56, fr. 100. -
10 αὐδάω
1 speak of, loudly proclaim abs., ὣς ἄρ' αὐδάσαντος (sc. Αἰήτα) P. 4.232 ὣς ἄρ' αὐδάσαντος (sc. Ζηνός) N. 10.89 c. acc.,μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον τεκεῖν μή τιν' ἑκατόν γε ἐτέων πόλιν φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν Θήρωνος O. 2.92
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷχεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτον ἔπος I. 6.42
c. acc. & inf., σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα (sc. ἱέρεα Ἀπόλλωνος) P. 4.61 -
11 Ἀφροδίτα
Ἀφροδῑτα wife of Ares, goddess of love.aτὰν ποντίαν ὑμνέων, παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
Κινύραν ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας P. 2.17
“ χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.88 γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας in Cyrene P. 5.24 ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν (cf. Pae. 6.4: “as to the relation between Pindar and Thrasyboulos, there is nothing unlikely in the assumption that is was erotic”. Burton) P. 6.1ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ ᾰφροδίτα Δάλιον ξεῖνον P. 9.9
Ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων N. 8.1
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν I. 2.4
τόνδε [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4
πολλάκι ματέῤ ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 5. πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθεὶς ἑλικογλεφάρου fr. 123. 6. ( Ἀφροδίτα) ἰογλέφαρος fr. 307.b generally, love ὑπ' Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας sc. Euadne O. 6.35 -
12 Βάττος
Βάττος also called Aristoteles, of Thera, son of Polymnestos, founder of Cyrene on Apollo's instructions.1ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας P. 4.6
ἐπέγνω μὲν Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280
ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55
εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124
-
13 ἱερεύς
-
14 Κινύρας
-
15 κτίλος
1 obedient Κινύραν ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας (but cf. A. Morpurgo, RCCM, 1960, 30ff., ram) P. 2.17 -
16 οἰκιστήρ
1 founder, colonizer τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστήρ Tlepolemos, who settled Rhodes O. 7.30 ὄρος τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Hieron, founder of Aitna P. 1.31ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον καρποφόρου Λιβύας P. 4.6
-
17 πάρεδρος
πάρεδρος (-ος, -ον, -ε.)1 one who sits beside, partnerῬαδαμάνθυος, ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.22
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων N. 7.1
ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; I. 7.3 π]άρεδρον[ (supp. Lobel) fr. 60. 10. -
18 χράω
a prophesy of an oracleἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν O. 2.39
ἱέρεα χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον P. 4.6
met., σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον (v. l. ἔχραον: tmesin ἐξέχρεον intell. Σ ἐξεχρησμῴδουν) O. 7.92b med. ? experience λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος (post Αἱμόνεσσιν distinxit Schr., Ἄκαστος scribens: ταύταις εἰς πόρθησιν τῆς Ἰωλκοῦ αἰτίᾳ χρησάμενος ὅτι ἐπεβουλεύθη Σ: “ayant éprouvé l'astuce perfide,” Redard, Recherches sur χρή, Paris, 1953) N. 4.58 -
19 κτίλος
κτῐλ-ος, ον,A tame, docile, obedient,χρὴ δέ σε πατρὶ.. κτίλον ἔμμεναι Hes.Fr. 222
; ; μῆλα (sheep) Nic.Th. 471;κύνες Parth.10.3
; ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας Aphrodite's cherished priest, Pi.P.2.17; κτίλα ὤεα, perh. their cherished eggs, Nic.Th. 452.II Subst. κτίλος, ὁ, ram, Il.3.196, 13.492, Opp.C.1.388, 4.211, Q.S.1.175. -
20 πάρεδρος
A sitting beside, as at table, τὰς γυναῖκας ἐσάγεσθαι π. Hdt.5.18 : generally, sitting beside, near, τινι E.Or. 83, Hec. 616 ;Διὸς αἰετῶν π. ἱερέα Pi.P. 4.4
.II Subst., assessor, coadjutor, folld. by dat. or gen., Διὸς π., of Themis, Id.O.8.22, cf. Ar.Av. 1753, Phylarch.24J. ; ἕτοιμος αὐτῷ (sc. Διί) π., of Rhadamanthys, Pi.O.2.76 ;ἵμερος.. τῶν μεγάλων π. ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν S.Ant. 798
(lyr.) ;τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους Ἔρωτας E. Med. 843
; Ἑρμᾶς Ἀφροδίτᾳ π. Epigr.Gr. 783 ([place name] Cnidus), cf. 817, IG2.1298 ;καί με καλεῦσι πάρεδρον Hymn.Is.139
: freq. in Prose, of the counsellors of Xerxes, Hdt.7.147, cf. 8.138 ; of the Ephors at Sparta, Id.6.65 ; at Athens, of the assessors of the Archons, Decr. ap. And. 1.78, Archipp.27, Arist.Ath.56.1, IG22.1230, D.59.72, etc. ; of the assessors of other magistrates, as the Ἑλληνοταμίαι, IG12.302.3 ; the στρατηγοί, ib.40 ; the εὔθυνος, ib.127.19, 22.1629.239 ; lieutenant of a military commander, Hell.Oxy.10.1 ; τοξόται πάρεδροι in a naval battle, dub. in IG12.950.137.2 metaph.,Ἐρεχθέα τοῖς ἐν τῇ ἀκροπόλει θεοῖς π. ἀποδείξασα Aristid.1.119
J. ; π. ἡδονή secondary pleasure, Aristaenet.2.16.III in Magic, assistant divinity, familiar spirit, PMag. Berol.1.54, PMag.Lond.121.884, Tab. Defix. Aud.155 A 20, PMag.Par.1.1850: hence,2 of things, giving magical aid, τρίστιχος Ὁμήρου π. ib.2145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρεδρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱερέα — ἱερέᾱ , ἱέρεια a priestess fem nom/voc/acc dual ἱερέᾱ , ἱερεύς priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱέρεα — ἱέρεια a priestess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερέας — ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερέᾱς , ἱερεύς priest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
άππα — ἄππα (Α) (προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος… … Dictionary of Greek
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek