Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἱερέα

  • 1 ἱερέα

    священника
    Священника

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱερέα

  • 2 καθιστημι

        ион. κᾰτίστημι (для перех. - impf. καταστήσω, aor. κατέστησα; для неперех. - aor. 2 κατέστην, pf. καθέστηκα, ppf. καθειστήκειν, fut. 3 καθεστήξω; med.: для перех. - praes. καθίσταμαι, fut. καταστήσομαι, aor. καταστεσάμην; для неперех. - только praes. и fut.)
        1) ставить, подавать ( на стол)
        

    (κρητῆροι Hom.)

        2) ставить, устанавливать ( для старта)
        

    (δίφρους Soph.)

        κατεστήσαντο βοεῦσι (sc. λαῖφος) HH. (мореплаватели) поставили парус с помощью ремней

        3) останавливать
        

    (νῆα Hom.)

        τὸ ἠρεμίζεσθαι καὴ καθίστασθαι Arst.успокоение и остановка

        4) помещать, приводить, привозить, доставлять, тж. направлять
        

    (τινὰ Πύλονδε, τινὰ ἐς Νάξον Hom.; τινά τινι ἐς ἔλεγχον Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν κ. Xen.; τὰ ὅμηρα εἰς Ῥώμην Polyb.; τὸν στρατὸν εἰς Ἀρμενίαν Plut.)

        ποῖ δεῖ κ. πόδα ; Eur. — куда направить (свои) стопы?;
        κ. τινὰ εἰς ἀγῶνας Plut.привлекать кого-л. к судебной ответственности;
        κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — предстать самому (добровольно) перед судом;
        ἐς φῶς τὸν βίον τινὸς κ. Eur. — вернуть на (дневной) свет, т.е. воскресить кого-л.;
        ἡμῖν οὐκ ἂν ἀντὴ πόνων χάρις καθίσταιτο Thuc.нам (лакедемонянам) эти труды не доставили бы никакой благодарности

        5) ставить, расставлять, выставлять
        

    (προφύλακας Xen.)

        κ. τέν φάλαγγα Xen.выстраивать войско

        6) выставлять, предлагать, давать
        7) тж. med. назначать
        

    (τινὰ ὕπαρχον и τινὰ ὕπαρχον εἶναι Her.; ἐγγυητάς τινι Arph., Plat.; ἄλλον ἄρχοντα Xen.; τινὰ εἰς ἀρχήν Lys. или ἐπὴ ἀρχήν Isocr.; νομοθέτας Arph.; τινὰ ἱερέα Arst.; τινὰ ἐπὴ τῆς θεραπείας αὐτοῦ NT.; εἰς τέν ἐσνάτην χώραν κατασταθεὴς ὑπό τινος Plut.)

        καθίστασθαι τοὺς ἄρχοντας Xen. — назначить себе, т.е. избрать начальников

        8) устанавливать, учреждать, вводить
        

    (νόμους Eur., Arst.; τελετάς Eur.; ἀγῶνας Isocr.; τέν Ἱππίου τυραννίδα Arph.; ὀλιγαρχίαν, πολιτείαν Plat., Arst.)

        9) предпринимать
        10) относить, причислять
        11) ставить (в какое-л. положение), приводить (в какое-л. состояние)
        

    κ. τινὰ ἐς ἀπορίαν Plat.приводить кого-л. в смущение;

        κ. τινὰ ἐς φόβον Thuc.приводить кого-л. в ужас;
        κ. τινὰ ἐν ἀκινδύνῳ Xen. или εἰς ἀσφάλειαν Isocr.поставить кого-л. в безопасное положение;
        εἰς διαβολὰς καὴ κινδύνους καταστῆσαί τινα Lys.возвести на кого-л. грозное обвинение;
        ἐντιμότερόν τινα κ. Xen.осыпать кого-л. почестями;
        κλαίοντά τινα κ. Eur.заставлять кого-л. плакать;
        τινὰ φεύγειν κ. Thuc.обращать кого-л. в бегство;
        φανερόν τι κ. Thuc.наглядно показывать что-л.;
        ἐς τὸ φανερόν τινα κ. Xen.высоко вознести кого-л.;
        κ. τινὰ εἰς ἐρημίαν φίλων Plat.лишать кого-л. общества друзей;
        ψευδῆ ἑαυτὸν κ. πόλει Soph. — показать себя лжецом перед городом;
        τέν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι Thuc. — превратить (свое) морское сражение в сухопутное;
        τέν ζόην καταστήσασθαι ἀπό τινος Her.снискивать себе пропитание чем-л.;
        καταστῆσαι τὸν ἀκροατέν εἰς τὰ πάθη Arst. — разжечь страсти в слушателе;
        ἐλεεινὸν κ. ἑαυτόν Arst. — возбудить сострадание к себе;
        εἰς βίον ἄτυφον κ. ἑαυτόν Plut. — зажить непритязательной жизнью;
        ἀπωτάτω κ. τινος Plut.увести далеко от чего-л.

        12) повергать, ввергать
        

    (τέν πόλιν ἐν πολέμῳ Plat.; εἰς συμφοράς Isocr.; τινὰ εἰς κινδύνους Anth.)

        13) приходить, прибывать, поселяться
        

    (ἐς Αἴγιναν Her.; ἐς Ῥήγιον Thuc.)

        ὅποι καθέσταμεν ; Soph.куда мы прибыли?

        14) быть выставляемым
        15) быть назначаемым
        16) тж. med. становиться
        

    (ἐχθρός τινος καθίσταμαι NT.; ἀντὴ φίλου πολέμιον κ. Her.)

        φύλαξ δέ μου πιστέ κατέστης Soph.ты стала верным моим стражем

        17) тж. med. приходить (в какое-л. состояние), вступать
        

    (ἐς πόλεμόν τινι Eur., Arst., Plut.; εἰς μάχην Her., Plut.; εἰς διαφορὰν πρός τινα Plut.)

        κ. ἐς τέν βασιλείαν Xen. — вступать на престол;
        κ. ἐς φόβον Her. — приходить в ужас;
        κ. ἐς λύπην Thuc. — впадать в уныние, опечаливаться;
        τίνι τρόπῳ καθέστατε ; Soph. — в каком вы положении?, что с вами?;
        ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη ; Thuc. — как (это) возникло?;
        ἄπαρνος καθίστασθαί τινος Soph.отрицать что-л.

        18) успокаиваться, униматься
        

    (ὅ θόρυβος κατέστη Her.; ἥ στάσις κατέστη Arst.)

        ὅταν ἥ λίμνη καταστῇ Arph. — когда озеро спокойно;
        ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. — пока дела не уладятся;
        νόσημα κατέστη αὐτόματον Arst. — болезнь сама собой прекратилась;
        ὅταν νοσῶν τις καταστῇ Arst.когда какой-л. больной выздоровеет;
        πνεῦμα καθεστηκός Arph. — спокойный ветер;
        θάλασσα καθεστηκυῖα Polyb. — спокойное море;
        καθεστῶτι προσώπῳ Plut. — со спокойным выражением лица;
        καθεστηκυῖα ἡλικία Plat. — спокойный (зрелый) возраст;
        καθεστηκυῖα τιμή Dem. — установившаяся цена;
        ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.быть вне себя

        19) (как pf.-praes.) быть
        

    κατεστεὼς κόσμος Her. — установленный, т.е. существующий (государственный) строй;

        τὰ καθεστῶτα Plat. или καθεστῶτες νόμοι Soph. — существующие законы;
        τὰ καθεστῶτα Arst. — сложившиеся обстоятельства;
        τὸ γίγνεσθαι καὴ ἀπόλλυσθαι ταὐτὸν καθέστηκε τῷ ἀλλοιοῦσθαι Arst. — возникновение и исчезновение есть то же самое, что изменение

    Древнегреческо-русский словарь > καθιστημι

  • 3 κοινωνώ

    κοινωνώ ρ. αμετβ. κ. μετβ.
    1) (αμετβ.) причащаться Святых Христовых Тайн, см. μεταλαβαίνω, μεταλαμβάνω;
    2) (μετβ. - για ιερέα) (для священника) причащать кого-то Святых Христовых Тайн:
    Этим.
    < дргр. κοινών, -ώνος < κοινός «общий». Значение «причащаться» «μεταλαμβάνω» слово получило в период византийского средневековья

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κοινωνώ

  • 4 προχειρίζω

    προχειρίζω ρ. μετβ.
    рукополагать:

    προχειρίζω κάποιον επίσκοπο / ιερέα — рукополагать кого-то во епископа / иерея, см. χειροτονώ

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προχειρίζω

См. также в других словарях:

  • ἱερέα — ἱερέᾱ , ἱέρεια a priestess fem nom/voc/acc dual ἱερέᾱ , ἱερεύς priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱέρεα — ἱέρεια a priestess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερέας — ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερέᾱς , ἱερεύς priest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • άππα — ἄππα (Α) (προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»