Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰόεντα

См. также в других словарях:

  • ἰόεντα — ἰόεις violet coloured neut nom/voc/acc pl ἰόεις violet coloured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»