-
1 ιωά
ἰωάsmoke: indeclform (exclam)ἰωά̱, ἰωήany loud sound: fem nom /voc /acc dualἰωά̱, ἰωήany loud sound: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἰωά
ἰωάsmoke: indeclform (exclam)ἰωά̱, ἰωήany loud sound: fem nom /voc /acc dualἰωά̱, ἰωήany loud sound: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ἰωά
-
4 δῆτα
δῆτα, Adv., lengthd. and more emphatic form of δή, first as v.l. in Hdt.4.69, mostly used by Trag. and Pl. (v. infr.).—Never placed at the beginning of a sentence or verse, exc. in S.Aj. 986.1 in answers, mostly added to a word which echoes a statement or question, as ἴσασιν ὅστις ἦρξε.. Answ. ἴσασι δ. aye they know, E.Med. 1373; γιγνώσκεθ' ὑμεῖς..; Answ. γιγνώσκομεν δ. yes we know her, Ar. Th. 606, cf. Eq.6, al.; ἰωὰ δὴ κατ' ἄστυ. Answ.ἰωὰ δ. A.Pers. 1071
, cf. S.OC 536 (lyr.), Pl.R. 333a, Phd. 90d, al. (with a word repeated in the same speech, ὥς μ' ἀπώλεσας· ἀπώλεσας δ. how hast thou destroyed me! —aye, destroyed indeed, S.El. 1164;ἰὼ δύστηνε σύ, δύστηνε δῆτα Id.Ph. 760
); also to correct the previous speaker, οἴκτιρέ θ' ἡμᾶς.. Answ. οἴκτιρε δ... ἐκγόνους nay rather pity.., E.El. 673, cf. 676; without repeating the word,αὐτὸς δ' ἀναλοῖ δ.
yes truly..,A.
Th. 814;ἐκεῖνος αὐτὸς δ. Ar.Ra. 552
: freq. with a neg., not so,οὐ δῆτα μὰ τὸν 'Απόλλω Id.Eq. 870
; οὐ δῆτ' ἔγωγε faith not I, Id.Av. 1391, E.Med. 1048; οὐ δ. [dialect] Lacon. ap. Arist.Rh. 1419a34, cf. Pol. 1313a33.2 in questions, to mark an inference or consequence (cf. δή) , τί δ.; what then? A.Pr. 627;τίδ. ἐρεῖς, ἤν..; Ar.Nu. 1087
;τί δ. ἐπειδὰν..; Id.Ach. 1011
;πῶς δ.; A.Ag. 1211
, Ar.Nu.79;ἆρ' οἶσθα δ.; S.OT 1014
; ἀλλὰ δ...; as the last of several questions, Id.Aj. 466, etc.;ποῦ δῆθ' ὁ τῖμος; A.Ch. 916
; ποῖ δ. κρανεῖ; ib. 1075, etc.; sts. expressing indignation, καὶ δῆτ' ἐτόλμας; and so thou hast dared? S.Ant. 449;ταῦτα δῆτ' ἀνασχετά; Id.Ph. 987
;ἦ ταῦτα δῆτ' ἀνεκτά; Id.OT 429
;ἔγνωκας οὖν δῆτ'..; Ar.Eq. 871
; ironical, τῷ σῷ δικαίῳ δ. ἐπισπέσθαι με δεῖ; your principle of justice forsooth, S.El. 1037, cf. OT 364; in implied questions, esp. after ἀλλά, ἀλλ' ἡ τέκνων δῆτ' ὄψις ἦν ἐφίμερος ib. 1375, cf. Ar.Av. 375, Pl.Hp.Ma. 283c; τὴν Εὐρυτείαν οἶσθα δ. παρθένον; of course you know.., S.Tr. 1219.3 in prayers or wishes, ἀπόλοιο δ. now a murrain take thee! Ar.Nu.6; λαβοῦ, λαβοῦ δ. take, oh take hold, E.Or. 219, cf. 1231, etc.; σκόπει δ. just think, Pl.Grg. 452c: with μή, it strengthens the deprecatory force,μὴ δ. τοῦτό γ' S.Ph. 762
, cf. 1367;μὴ δ. μὴ δ. ἴδοιμι Id.OT 830
, cf. 1153.4 in resuming after a parenthesis,ἑσπέρας γε.. —ἑσπέρας δ. Pl.Prt. 310c
.5 καὶ δ., = καὶ δή, ibid., Ar.Av. 511, Th.6.38. -
5 τηλ-ωπός
τηλ-ωπός, 1) weit od. fern blickend, in die Ferne sehend. – 2) Pass. von weitem, von fern gesehen, weit zu sehen, weit; τὰ νῠν τηλωπὸς οίχνεῖ, Soph. Ai. 561. Auch auf andere Sinne übertr., ἰωά, von
-
6 ιωάν
-
7 ἰωάν
-
8 ιωάς
-
9 ἰωάς
-
10 τηλωπός
A seen from afar, far away,τηλωπὸς οἰχνεῖ S.Aj. 564
; without context in Supp.Epigr.2.359 (Gomphi, Hymn to lsis), Lyr. in Mitt. a. d. Papyrussamml. der Nationalbibliothek in Wien 1 (1932) p.139; fem. [full] τηλῶπις, Orph.A. 900; in 1188, Herm. restored τήλιστον.2 metaph. of sound, heard from afar, (lyr.); cf. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλωπός
-
11 ἰώ
ἰώGrammatical information: exclam.Meaning: `alas!' (A.)Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰώ
См. также в других словарях:
ἰωά — smoke indeclform (exclam) ἰωά̱ , ἰωή any loud sound fem nom/voc/acc dual ἰωά̱ , ἰωή any loud sound fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωάν — ἰωά̱ν , ἰωή any loud sound fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰωάς — ἰωά̱ς , ἰωή any loud sound fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωή — ἰωή και επικ. τ. ἰωά, ἡ (Α) [ιώ] 1. κάθε ισχυρός ήχος, π.χ. ανέμου, φωτιάς, βημάτων, όπλων κ.λπ. 2. κραυγή, βοή ανδρών 3. ήχος φόρμιγγας 4. φρ. «ἰωὴ Λατινίς» η λατινική γλώσσα … Dictionary of Greek
ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… … Dictionary of Greek
Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… … Dictionary of Greek
Ιεροβοάμ — Όνομα δύο βασιλιάδων του Ισραήλ. 1. Ι. Α’ (; – 910 π.Χ.). Ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς του κράτους του Ισραήλ (930 910 π.Χ.) μετά τον θάνατο του Σολομώντα. Καταγόταν από τη φυλή του Εφραίμ. Ο Ι. υπηρετούσε στον στρατό του Σολομώντα ως ανώτερος… … Dictionary of Greek
ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… … Православная энциклопедия