Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰωά

См. также в других словарях:

  • ἰωά — smoke indeclform (exclam) ἰωά̱ , ἰωή any loud sound fem nom/voc/acc dual ἰωά̱ , ἰωή any loud sound fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωάν — ἰωά̱ν , ἰωή any loud sound fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωάς — ἰωά̱ς , ἰωή any loud sound fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιωή — ἰωή και επικ. τ. ἰωά, ἡ (Α) [ιώ] 1. κάθε ισχυρός ήχος, π.χ. ανέμου, φωτιάς, βημάτων, όπλων κ.λπ. 2. κραυγή, βοή ανδρών 3. ήχος φόρμιγγας 4. φρ. «ἰωὴ Λατινίς» η λατινική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροβοάμ — Όνομα δύο βασιλιάδων του Ισραήλ. 1. Ι. Α’ (; – 910 π.Χ.). Ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς του κράτους του Ισραήλ (930 910 π.Χ.) μετά τον θάνατο του Σολομώντα. Καταγόταν από τη φυλή του Εφραίμ. Ο Ι. υπηρετούσε στον στρατό του Σολομώντα ως ανώτερος… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН II Христос Продром — (Христос Продром; † после 14.08.1089), митр. Киевский, канонист, полемист. И. принадлежал к визант. роду, представителем к рого также был стихотворец, агиограф и полемист 1 й пол. XII в. Феодор Продром. Имеется автобиографическое свидетельство… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»