-
1 Ιχθύ
-
2 Ἰχθῦ
-
3 ιχθύ
-
4 ἰχθῦ
-
5 ἰχθύα
A dried skin of the fish ῥίνη, like our shagreen, Hp.Foet.Exsect.1, Archig. ap. Gal.12.406; of fish-skin in general, Ruf. ap. Orib.4.2.16.IV ταριχηρὰ ἰ. pickled fish, PLond.3.856.20 (i A.D.). -
6 ἰχθυακός
A Cat.Cod. Astr.1.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυακός
-
7 ἰχθυϊκά
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυϊκά
-
8 ἰχθυϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυϊκός
-
9 ἰχθυαγωγός
A v. ἰχθυόνερ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυαγωγός
-
10 ἰχθυάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυάζομαι
-
11 ἰχθυάω
A fish, angle, mostly in [dialect] Ep. [tense] pres. and [tense] impf.,ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.368
: c. acc., fish for,αὐτοῦ δ' ἰχθυάα.. δελφῖνας 12.95
, cf. Opp.H.1.426:—[voice] Med., Lyc.46.III [voice] Pass., to be made of fish, ἰχθυώμενος ἄρτος (vulg. ἄργος) Horap.1.14. -
12 ἰχθυβόρος
ἰχθῠ-βόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυβόρος
-
13 ἰχθύβοτος
ἰχθῠ-βοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθύβοτος
-
14 ἰχθυγόνος
ἰχθῠ-γόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυγόνος
-
15 ἰχθυδόκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυδόκος
-
16 ἰχθυεῖον
ἰχθῠ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυεῖον
-
17 ἰχθύη
-
18 ἰχθυήματα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυήματα
-
19 ἰχθυηρός
A fishy, scaly, i.e. foul, dirty,πινακίσκοι Ar.Pl. 814
,Fr. 532;ἔλαιον Ph. Bel.90.19
;ζωμός Luc.Lex.5
; οὐκ ἔστιν ἰχθυηρόν nothing of the fish kind, Diph.32.21; ἡ πύλη ἡ ἰ. the fish-gate, LXXNe.3.3:—Subst., [full] ἰχθῠηρά, ἡ, tax on fish, UPZ110.98 (ii B.C.), PFay.42 (a) v 2 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθυηρός
-
20 ἰχθυΐα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
Ἰχθῦ — Ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθῦ — ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύν — Ἰχθύ̱ν , Ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύν — ἰχθύ̱ν , ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ихтиоза́вр — а, м. Род вымершего морского пресмыкающегося огромных размеров (до 12 м). [От греч. ’ιχθυς рыба и σαυ̃ρος ящерица] … Малый академический словарь
ихтио́л — а, м. Маслообразное лекарственное вещество, которое является продуктом перегонки смолистых горных пород, содержащих остатки ископаемых рыб. [От греч. ’ιχθυς рыба и лат. oleum масло] … Малый академический словарь