-
1 ἰχθύβοτος
ἰχθῠ-βοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχθύβοτος
См. также в других словарях:
ιχθύβοτος — ἰχθύβοτος, ον (Α) περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. βού βοτος, ιππό βοτος] … Dictionary of Greek