Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰχθυΐα

См. также в других словарях:

  • ιχθυΐα — ἰχθυΐα, ἡ (Α) [ιχθύς] αλιεία …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυίαν — ἰχθυίᾱν , ἰχθυία fishing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»