Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἰταμεύομαι

См. также в других словарях:

  • ιταμεύομαι — ἰταμεύομαι (Α) [ιταμός] (αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα …   Dictionary of Greek

  • ἰταμευσάμενοι — ἰταμεύομαι to be aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμευόμενοι — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταμευόμενος — ἰταμεύομαι to be pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»