-
1 ίτέα
ίτέα, ἡ, ion. ἰτέη u. ἰτείη, Ap. Rh. 4, 1428 (vgl. vimen, vieo), die Weide, der Weidenbaum, Il. 21, 850; ὠλεσίκαρποι, weil sie keine Frucht tragen, Od. 10, 510; Her. 1, 194; Sp.; τανυμήκεες Thall. 3 (VI, 170). – Ein von Weidenruthen geflochtener Schild, mit Erz überzogen, κατάχαλκος Eur. Heracl. 376, χαλκόνωτος Troad. 1193, vgl. Suppl. 695 Cycl. 7 u. Ar. bei Eust. 911, 63.
См. также в других словарях:
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek