-
1 ισόκωλος
-
2 ἰσόκωλος
-
3 ισοκωλος
-
4 ἰσόκωλος
ἰσό-κωλος, ον,A of equal members or clauses, Arist.Top. 148b33; τὸ ἰ. a sentence consisting of equal members, Demetr.Eloc.25, Plu.2.350e: in pl., D.S. 12.53, Ath.5.187c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόκωλος
-
5 ἰσόκωλος
ἰσό-κωλος, von gleichen Gliedern od. Teilen, bes. in der Rede, von gleich langen Satzgliedern; gleich lang -
6 ισόκωλον
ἰσόκωλοςof equal members: masc /fem acc sgἰσόκωλοςof equal members: neut nom /voc /acc sg -
7 ἰσόκωλον
ἰσόκωλοςof equal members: masc /fem acc sgἰσόκωλοςof equal members: neut nom /voc /acc sg -
8 ισοκώλοις
-
9 ἰσοκώλοις
-
10 ισοκώλους
-
11 ἰσοκώλους
-
12 ισοκώλων
-
13 ἰσοκώλων
-
14 ισόκωλα
-
15 ἰσόκωλα
-
16 ισόκωλοι
-
17 ἰσόκωλοι
См. также в других словарях:
ἰσόκωλος — of equal members masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισόκωλος — η, ο (Α ἰσόκωλος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν) σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς… … Dictionary of Greek
ισόκωλος — η, ο 1. που αποτελείται από ίσα κώλα (δηλ. μέλη περιόδου). 2. το ουδ. ως ουσ., ισόκωλο σχήμα λόγου, όπου τα κώλα αποτελούνται από ίσο αριθμό συλλαβών: Με γενικές απόλυτες και με ισόκωλα, αντίς να πάμε εμπρός πάμε πισόκωλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσόκωλον — ἰσόκωλος of equal members masc/fem acc sg ἰσόκωλος of equal members neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκώλοις — ἰσόκωλος of equal members masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκώλους — ἰσόκωλος of equal members masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοκώλων — ἰσόκωλος of equal members masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόκωλα — ἰσόκωλος of equal members neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσόκωλοι — ἰσόκωλος of equal members masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκωλος — η, ο (Α δίκωλος, ον) γραμμ. (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα νεοελλ. 1. (για αγγείο) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες 2. φρ. «δίκωλο πινάκι» διπρόσωπος άνθρωπος αρχ. αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * +… … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek